Είναι κάτι στιγμές «περισυλλογής και
λυρικής ρέμβης», σα
σήμερα που ο ουρανός έχει
πάρει εκείνες τις γκρίζες αποχρώσεις της καταχνιάς… Το ραδιόφωνο μέσα παίζει, κομμάτια αγαπημένα… Κι ο αλήτης ο λογισμός μου τρέχει πίσω στο χρόνο. Λεηλατεί το παρελθόν και κάνει το παρόν να
ονειρεύεται. Μια παράξενη αντάρα κάνει την ψυχή μου να χάνει τη σιωπή της. Ενώ οι δείχτες του ρολογιού σιγοντάρουν τις στάλες της βροχής
στο μονόλογό τους…
Τικ-τακ… Τικ-τακ…
Είναι κάτι
στίχοι, θαρρείς κι είναι για σένα γραμμένοι. Λες και κλείνουν μέσα τους όλες
τις δικές σου λαχτάρες, όλες τις έμμονες, βασανιστικές και ξάγρυπνες σκέψεις κι
όλα τα σκιρτήματα της καρδιάς σου. Δένονται τόσο συναισθηματικά μαζί σου που,
σχεδόν αυθόρμητα, τους αποσπάς απ’ το δημιουργό τους και τους κάνεις… δικούς
σου. Κτήμα σου. Τους κλείνεις –τους φυλακίζεις κυριολεκτικά…– σ’ ένα κελί… Μες στην καρδιά σου! Θα τολμούσες, αν γινόταν, να
κατοχυρώσεις ακόμα και τα πνευματικά τους δικαιώματα! Τέτοιο θράσος… Είναι οι
στίχοι αγαπημένων ποιητών που τους κρατάμε σα θησαυρό κάτω απ’ το προσκεφάλι
μας, για να νιώθουμε την ανάσα τους. Κι αυτοί χοροπηδάνε αλλόκοτα, δίχως σειρά,
ατέρμονα και μας συνεπαίρνουν. Τους δίνουμε το δικό μας νόημα, αυτό που εμείς
θέλουμε, με το δικό μας τρόπο. Νομίζουμε πως ερμηνεύουν όλα όσα εμείς θα θέλαμε
να ερμηνεύσουν… Και το κατορθώνουν! Τους κάνουμε πιότερο δικούς μας. Τους
κλείνουμε μέσα βαθιά… Στον εαυτό μας.
Είναι κάτι τραγούδια που στοιχειώνουν
μέσα μας, μάς παίρνουν στο κατόπι και μας στριφογυρίζουν στη δίνη των
αναμνήσεων. Τ’ ακούμε ύστερα από καιρό και γίνεται το μέσα μας, άνω κάτω…
Συντρίμμια! Ως συνήθως τα κουβαλάμε μαζί μας για να μας συντροφεύουν στα
σεργιάνια της ψυχής μας, από τη χαρά στη μελαγχολία κι από τη νοσταλγία στο
όνειρο. Είναι αυτά που αντέχουν, παγώνουν τις στιγμές και ξεφυλλίζουν τις
αναμνήσεις. Μας δίνουν λαχτάρες, νοσταλγία κι αφορμές για να θυμόμαστε και ν’
αγαπάμε… Θα ’θελα να ’ξερα αλήθεια, πως τα καταφέρνουν οι στιχουργοί και οι
συνθέτες, να παίρνουν τις αλήθειες και τις πληγές του καθενός μας και να τις
κάνουν στίχους και μουσικές; Να τις μαστορεύουν και να τις ξαναβάζουν στο στόμα
μας τραγούδι… Γίνεται να μην τους θαυμάζεις;
Είναι και
κάτι άνθρωποι που περνούν απ’ τη ζωή μας και… δίχως να κάνουν το ελάχιστο, κάτι
το ξεχωριστό και το ιδιαίτερο, καταφέρνουν να μας σκλαβώνουν. Οι αποχρώσεις των
συναισθημάτων τους ακτινοβολούν σαν τα ουράνια τόξα μετά τη βροχή. Έχουν
περίσσευμα αγάπης λες και δεν ξέρουν τι να την κάνουν και… για λόγους που ίσως
να μην καταλάβουμε ποτέ, τη μοιράζονται. Λίγη λίγη… μαζί μας. Και τι ζητάνε για
αντάλλαγμα; Ένα χαμόγελό μονάχα και δυο χέρια αγκαλιά. Καταφέρνουν –μέσα
από απλά καθημερινά πράγματα, με τη μοναδική τους αύρα, την αμεσότητα και της
ψυχής τους τα ατόφια συναισθήματα–
ν’ ανακαλύπτουν τη δική μας ξεχασμένη ομορφιά και να κινητοποιούν ό,τι καλύτερο
διαθέτουμε. Την εκτίμηση, το θαυμασμό και την αγάπη… Δίχως περιορισμούς.
Αρκεί
τελικά, μια στιγμή, μια σκέψη, μια νότα. Αρκούν δυο λέξεις ενός στίχου, αρκούν
λίγοι άνθρωποι… αρκεί μια στάλα φως και μόνο να σου αλλάξει τη διάθεση και να
φωτίσει τούτη τη γκρίζα θολούρα που τελειωμό δεν έχει…
Μηθυμναίος
* Άρθρο που -για να το φέρω στο σήμερα- έκανα μικρές παρεμβάσεις, δίχως να
αλλοιώνουν το νόημα φυσικά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εμπρός της Λέσβου το
Δεκέμβρη του 2009