Γήινα χρώματα, όπως και η ζωή. Συνωμότησαν, συνταίριαξαν και έκρυψαν μυστικά. Κι όταν δεν
μπορείς να δείξεις τα «χρώματα» του απόρρητου, «παίζεις» με τα «τραυματισμένα» χρώματα της εικόνας σου
και... τ’ αφήνεις απλά να σε
παρασύρουν. Αλλιώς χάνεσαι… Εδώ τα λόγια, φοβισμένα σωπαίνουν.
Εδώ μετράει πολύ το σιγανό, το μακρινό και το ελάχιστο. Η παράκαμψη που
σώζει.
Επειδή δε βρίσκω λόγια να κρυφτώ απ’ τον κρυμμένο εαυτό μου. Επειδή δεν ξέρω αν
μπορώ να τον σώσω με μπερδεμένα χρώματα
κι αφηρημένες έννοιες. Επειδή τα πάντα αλλάζουν,
επειδή ο εγωισμός, επειδή το μέτρο, επειδή τα «εγώ», τα «εσύ», τα
«εμείς», επειδή τα πάρε-δώσε. Επειδή ο χώρος και
ο χρόνος, επειδή οι φίλοι, επειδή η απομόνωση, τα σύνορα, το ψέμα, οι επαφές,
οι φιλοφρονήσεις, το περιτύλιγμα, η άγνοια, το ανομολόγητο. Επειδή
η θολή, ξεθωριασμένη μνήμη αργοσβήνει τα λειψά και τα
παζαρεμένα της ζωής.
Όταν σώνονται οι κουβέντες
και δένονται στον αβίαστο ρυθμό μιας ανάσας, τότε –δίχως απολογίες ή υποσχέσεις– μιλούν τα μάτια στ' άλλα μάτια... Τα χρώματα είναι η τροφή των ματιών κι αν το ύφος
μαρτυρά το σκίρτημα μιας ενδόμυχης ματιάς, της δικής σου ιδιαίτερης ματιάς άκρως
ευαίσθητης που χορτασμό δεν έχει, τότε ούτε μια λέξη δε θα πω. Ας
πάμε παρακάτω και παραπέρα.
Θα ήθελα, ωστόσο, για όλα αυτά και άλλα τόσα, να ψιθυρίσω
μόνο
μια φευγαλέα –ασυμβίβαστη και πολύ
μόνη τελευταίως– ευχή:
«Ας χρησιμέψουν σε κάτι οι αμαρτίες μας...». Όλοι το έχουμε ανάγκη.