Ενόσω τα χρόνια περνούν κι ο χρόνος τρέχει μαζί μου,
παρατηρώ πως στο μυαλό μου βλασταίνουν, όλο και πιο πολύ κάτι στιγμές αξέχαστες.
Συσσωρεύονται μέσα μου βιώματα και ξαναφέρνουν
στην επιφάνεια παραμερισμένες συγκινήσεις που ανατινάζουν
συναισθήματα και ξεσκονίζουν μνήμες. Είναι μικρά κομμάτια της ζωής μου.
Καθ’ ένα ξεσηκώνει την καρδιά, ανακατώνει τη σκέψη και με ταξιδεύει σε μέρη πιο
θερμά που λαχταρώ. Να ’ναι του χρόνου το αντίδωρο ή το γλυκό μου
βάσανο που με κεντρίζει; Δεν ξέρω…
Προκειμένου, λοιπόν να σκορπίσει
όλο αυτό το υλικό και να χαθεί στο σύμπαν. Το ανανεώνω. Σύμφωνα δε, με μια εκδοχή –δική μου, αν
επιτρέπεται– το σύμπαν συνωμοτεί να
ταιριάξει τα αταίριαστα κι εγώ κάνω τις αναδιατάξεις μου στα… παράταιρα. Δίχως να αποφεύγω τη μονοτονία που
φέρνει η επανάληψη, τους δίνω μια ευκαιρία. Μια δεύτερη ευκαιρία και δε μένει πια παρά ένα μονάχα: να καθίσω και ν’ ακούσω την καρδιά μου. Την ακούω, την αισθάνομαι, την ανέχομαι γιατί επαναφέρει –η
καρδιά ποτέ δεν σ’ αφήνει να τις ξεχάσεις– τις
στιγμές εκείνες που οι χτύποι και οι ρυθμοί της, ήταν τότε οι
πιο έντονοι.
Έχω συνηθίσει να ζω με τη νοσταλγία. Κυκλοφορεί αδάμαστη και ελεύθερη μέσα μου, έχω
μια σχέση οικειότητας μαζί της. Μπορεί να ακούγεται στερεότυπο, αλλά είναι
αλήθεια. Δεν διστάζω να το πω και δεν το έκρυψα ποτέ. Και το κάνω για έναν απλό
λόγο γιατί οι αναμνήσεις είναι αυτές που καταφέρνουν να κάνουν παρέα στο παρόν
μου.
Πιθανολογώ πως η εμμονή μου μπορεί να είναι μια δήθεν φυγή
από το σήμερα με όλες τούτες τις έγνοιες που λουστήκαμε με
τον ιό. Αλλιώς
δεν εξηγείται... Αλλά δεν είναι αλλιώς, είναι έτσι, διότι βλέπω ότι από μια κατάσταση που
σου επιβάλλεται μπορείς να πάρεις κάτι πολύτιμο. Αυτό παίρνω.