Eυεργέτημα του Τεριάντ στη Λέσβο
Στη Βαρειά, λίγο έξω από την πόλη της Μυτιλήνης σε μια μαγευτική τοποθεσία και μέσα στους ελαιώνες υπάρχει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, ενός από τους μεγαλύτερους τεχνοκριτικούς σε παγκόσμια κλίμακα. Άνοιξε τον Αύγουστο του 1979 και στεγάζει το σύνολο του εκδοτικού έργου του με εκπληκτικές εικονογραφημένες εκδόσεις πρωτότυπα έργα και λιθογραφίες, βιβλία γραμμένα με το χέρι και εικονογραφημένα από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του 20ου αιώνα: Πικασό, Σαγκάλ, Ματίς, Μιρό, Ρουώ, Λεζέ. Τζιακομέτι, Λε Κορμπυζιέ κ.α.
Ανάμεσα στο πατρικό του σπίτι και στο Μουσείο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου που στεγάζει τα 86 αριστουργήματα της Λαϊκής Τέχνης του Θεόφιλου, δωρεά κι αυτά του μεγάλου ευεργέτη Τεριάντ στο Δήμο Μυτιλήνης βρίσκεται το μοναδικό στον κόσμο αυτό μουσείο-κόσμημα. Έτσι ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της τέχνης στον αιώνα μας, μέσα από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της.
«Δυστυχώς όμως το Μουσείο Τεριάντ αργοπεθαίνει στη μιζέρια που το καταδίκασε η αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Τα έργα εκτεθειμένα σε απαράδεκτες συνθήκες. Σε υγρασία, με τον ήλιο να τα τρώει, σκονισμένα, σε συνθήκες πραγματικής ντροπής. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πολιτισμένου κόσμου μια τέτοια συλλογή έργων τέχνης θα αντιμετωπιζόταν καταπώς της άξιζε, θα αντιμετωπίζονταν σαν εθνικός θησαυρός. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Όχι όμως στην Ελλάδα και στη Μυτιλήνη».
Μετά το θάνατο του Τεριάντ στο Παρίσι η σύζυγός του Αλίς, περνούσε τα καλοκαίρια της στη Μυτιλήνη κι έβλεπε από κοντά και πικραινόταν για τη στάση των υπευθύνων του μουσείου. Μες σ’ αυτή την κατάντια, το μουσείο έπεσε και τρεις φορές θύμα κλοπής. Κι όλα αυτά ήταν η αιτία που η συλλογή Τεριάντ στο Παρίσι, με πίνακες, τεράστιας αξίας, που σκοπό είχε να δωρίσει στο Μουσείο της Βαρειάς, τελικά θεώρησε πως καλύτερη τύχη θα είχαν στο Μουσείο Ματίς.«Δεν μπορείτε να καταλάβετε», έλεγε πριν ένα χρόνο η Ντομινίκ Σιμιζιάκ, διευθύντρια του γαλλικού Μουσείου Ματίς, «τι δυνατότητες κρύβει η δυστυχώς θαμμένη στο Μουσείο της Βαρειάς συλλογή».Οπότε φανταστείτε τι χάσαμε. Σε μια εποχή τεχνοκρατίας και φθηνής κουλτούρας, επιτέλους ας κατανοήσουν όλοι οι φορείς ότι έχουμε χρέος* στο όνομα της μνήμης του Στρατή Ελευθεριάδη να σεβαστούμε το μοναδικής αξίας Μουσείο που ο μεγάλος ευεργέτης δημιούργησε και δώρισε στη Λέσβο και τη χώρα μας.
* Το ανεξόφλητο χρέος της πνευματικής Λέσβου
«Αισθάνομαι την ανάγκη μιας προσωπικής εξομολόγησης για τον Tèriade, τον μεγάλο αδικημένο της αναγνώρισης και της υστεροφημίας. Ο Tèriade, ο μεγάλος μύστης και μέντορας της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στο Παρίσι, ο μαικήνας όλων των ιερών τεράτων της ζωγραφικής, δεν ευτύχισε και δεν αξιώθηκε –στο μέτρο και στο βαθμό που του αναλογούσε- να βρει στην πατρίδα του την τιμή που του έπρεπε. Για το πλατύ κοινό έμεινε –και μένει ακόμα- ένας μεγάλος άγνωστος, καλυμμένος στη σκιά της ανωνυμίας ή το πολύ-πολύ με την ταυτότητα ενός κάποιου σημαντικού ανθρώπου “που ανακάλυψε τον Θεόφιλο”. Η αποκατάσταση της ιστορικής αυτής ανακολουθίας, ήταν που κατηύθυνε την ευαισθησία μου να δώσω μια κάποια ειδική έμφαση στη δική του φυσιογνωμία.»Η Λέσβος στάθηκε η αγλαόδωρη μοίρα και η μυθική τροφός του Tèriade. Η μοίρα αυτή που ξεπήδησε απ’ αυτά τα νερά –τα ιστορικά νερά- του Αιγαίου, απ’ το νησί της Ψάπφας ως τα παράλια τα “καρσινά”, εννοώ τ’ “απεναντινά”, της μικρασιατικής Ιωνίας. Ο αέρας ο θαλασσινός, που ερχόταν απ’ τα μπουγάζια του Αϊβαλιού, μαστόρεψε τη γλώσσα του, κάνοντάς την με την τέχνη, εργαλείο μαγείας. Όμως η μικρή πατρίδα δεν έδεσε τα φτερά του. Του έδωσε το γκόλφι και τον ξεπροβόδησε σε άλλους ορίζοντες, πιο μεγάλους και πιο θαυμαστούς.»Είναι πια καιρός που ο Tèriade εγκατέλειψε τις εγκόσμιες μέριμνες και τη ματαιότητα των ανθρωπίνων και “έδεσε κάβους” στην πολιτεία των ασφοδελών και των ίσκιων. Από τις 23 Νοεμβρίου του 1983 αναπαύεται μακριά απ’ το νησί της καταγωγής του, σε αλλότρια γη στο κοιμητήριο του Montparnasse. Τον τύλιξε η τεφρότητα του γαλλικού φθινοπώρου, χωρίς ένα μαντήλι αποχαιρετισμού από τη Ελλάδα, μακριά απ’ τη θαλπωρή και τη έγνοια των συμπατριωτών του. Εκεί στην ξενιτιά, στα χώματα της Εσπερίας, όπου η μοίρα όρισε να πληρώσει το κοινό ανθρώπινο χρέος, κανένας Έλληνας δεν βρέθηκε να τον νεκρολογήσει, να του μιλήσει με λόγια ελληνικά. Κανένας Έλληνας δεν ήρθε απ’ την πατρίδα του, απ’ το νησί του, να του φέρει ένα κλωνί λεσβιακής ελιάς, να τον συντροφεύει στο κοιμητήριο του Montparnasse. »Η πατρίδα γυμνή. Κανένα του άγαλμα, καμιά προτομή δεν αγλαΐζει τη Λέσβο, τον τόπο της φύτρας του, απ’ όπου βλάστησε το πρώτο του κύτταρο. Πόσο ωραίο θα ήταν –σκέφτομαι- να έφερναν τα οστά του στη γη των πατέρων του και να τα εναπόθεταν σ’ ένα χλοερό ξάγναντο στο αιολικό νησί. Η χοϊκή του ύλη να ξαναεπέστρεφε στη γη, ανάμεσα στις συστοιχίες των ελαιώνων και στη θαλασσοβροχή του Αιγαίου. Πόσο ωραίο θα ήταν…».
Μηθυμναίος
Ανάμεσα στο πατρικό του σπίτι και στο Μουσείο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου που στεγάζει τα 86 αριστουργήματα της Λαϊκής Τέχνης του Θεόφιλου, δωρεά κι αυτά του μεγάλου ευεργέτη Τεριάντ στο Δήμο Μυτιλήνης βρίσκεται το μοναδικό στον κόσμο αυτό μουσείο-κόσμημα. Έτσι ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της τέχνης στον αιώνα μας, μέσα από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της.
«Δυστυχώς όμως το Μουσείο Τεριάντ αργοπεθαίνει στη μιζέρια που το καταδίκασε η αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Τα έργα εκτεθειμένα σε απαράδεκτες συνθήκες. Σε υγρασία, με τον ήλιο να τα τρώει, σκονισμένα, σε συνθήκες πραγματικής ντροπής. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του πολιτισμένου κόσμου μια τέτοια συλλογή έργων τέχνης θα αντιμετωπιζόταν καταπώς της άξιζε, θα αντιμετωπίζονταν σαν εθνικός θησαυρός. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Όχι όμως στην Ελλάδα και στη Μυτιλήνη».
Μετά το θάνατο του Τεριάντ στο Παρίσι η σύζυγός του Αλίς, περνούσε τα καλοκαίρια της στη Μυτιλήνη κι έβλεπε από κοντά και πικραινόταν για τη στάση των υπευθύνων του μουσείου. Μες σ’ αυτή την κατάντια, το μουσείο έπεσε και τρεις φορές θύμα κλοπής. Κι όλα αυτά ήταν η αιτία που η συλλογή Τεριάντ στο Παρίσι, με πίνακες, τεράστιας αξίας, που σκοπό είχε να δωρίσει στο Μουσείο της Βαρειάς, τελικά θεώρησε πως καλύτερη τύχη θα είχαν στο Μουσείο Ματίς.«Δεν μπορείτε να καταλάβετε», έλεγε πριν ένα χρόνο η Ντομινίκ Σιμιζιάκ, διευθύντρια του γαλλικού Μουσείου Ματίς, «τι δυνατότητες κρύβει η δυστυχώς θαμμένη στο Μουσείο της Βαρειάς συλλογή».Οπότε φανταστείτε τι χάσαμε. Σε μια εποχή τεχνοκρατίας και φθηνής κουλτούρας, επιτέλους ας κατανοήσουν όλοι οι φορείς ότι έχουμε χρέος* στο όνομα της μνήμης του Στρατή Ελευθεριάδη να σεβαστούμε το μοναδικής αξίας Μουσείο που ο μεγάλος ευεργέτης δημιούργησε και δώρισε στη Λέσβο και τη χώρα μας.
* Το ανεξόφλητο χρέος της πνευματικής Λέσβου
Απόσπασμα από την ομιλία του ποιητή και κριτικού
κ. Δημήτρη Νικορέτζου στην εκδήλωση της ΟΛΣΑ
«Αισθάνομαι την ανάγκη μιας προσωπικής εξομολόγησης για τον Tèriade, τον μεγάλο αδικημένο της αναγνώρισης και της υστεροφημίας. Ο Tèriade, ο μεγάλος μύστης και μέντορας της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στο Παρίσι, ο μαικήνας όλων των ιερών τεράτων της ζωγραφικής, δεν ευτύχισε και δεν αξιώθηκε –στο μέτρο και στο βαθμό που του αναλογούσε- να βρει στην πατρίδα του την τιμή που του έπρεπε. Για το πλατύ κοινό έμεινε –και μένει ακόμα- ένας μεγάλος άγνωστος, καλυμμένος στη σκιά της ανωνυμίας ή το πολύ-πολύ με την ταυτότητα ενός κάποιου σημαντικού ανθρώπου “που ανακάλυψε τον Θεόφιλο”. Η αποκατάσταση της ιστορικής αυτής ανακολουθίας, ήταν που κατηύθυνε την ευαισθησία μου να δώσω μια κάποια ειδική έμφαση στη δική του φυσιογνωμία.»Η Λέσβος στάθηκε η αγλαόδωρη μοίρα και η μυθική τροφός του Tèriade. Η μοίρα αυτή που ξεπήδησε απ’ αυτά τα νερά –τα ιστορικά νερά- του Αιγαίου, απ’ το νησί της Ψάπφας ως τα παράλια τα “καρσινά”, εννοώ τ’ “απεναντινά”, της μικρασιατικής Ιωνίας. Ο αέρας ο θαλασσινός, που ερχόταν απ’ τα μπουγάζια του Αϊβαλιού, μαστόρεψε τη γλώσσα του, κάνοντάς την με την τέχνη, εργαλείο μαγείας. Όμως η μικρή πατρίδα δεν έδεσε τα φτερά του. Του έδωσε το γκόλφι και τον ξεπροβόδησε σε άλλους ορίζοντες, πιο μεγάλους και πιο θαυμαστούς.»Είναι πια καιρός που ο Tèriade εγκατέλειψε τις εγκόσμιες μέριμνες και τη ματαιότητα των ανθρωπίνων και “έδεσε κάβους” στην πολιτεία των ασφοδελών και των ίσκιων. Από τις 23 Νοεμβρίου του 1983 αναπαύεται μακριά απ’ το νησί της καταγωγής του, σε αλλότρια γη στο κοιμητήριο του Montparnasse. Τον τύλιξε η τεφρότητα του γαλλικού φθινοπώρου, χωρίς ένα μαντήλι αποχαιρετισμού από τη Ελλάδα, μακριά απ’ τη θαλπωρή και τη έγνοια των συμπατριωτών του. Εκεί στην ξενιτιά, στα χώματα της Εσπερίας, όπου η μοίρα όρισε να πληρώσει το κοινό ανθρώπινο χρέος, κανένας Έλληνας δεν βρέθηκε να τον νεκρολογήσει, να του μιλήσει με λόγια ελληνικά. Κανένας Έλληνας δεν ήρθε απ’ την πατρίδα του, απ’ το νησί του, να του φέρει ένα κλωνί λεσβιακής ελιάς, να τον συντροφεύει στο κοιμητήριο του Montparnasse. »Η πατρίδα γυμνή. Κανένα του άγαλμα, καμιά προτομή δεν αγλαΐζει τη Λέσβο, τον τόπο της φύτρας του, απ’ όπου βλάστησε το πρώτο του κύτταρο. Πόσο ωραίο θα ήταν –σκέφτομαι- να έφερναν τα οστά του στη γη των πατέρων του και να τα εναπόθεταν σ’ ένα χλοερό ξάγναντο στο αιολικό νησί. Η χοϊκή του ύλη να ξαναεπέστρεφε στη γη, ανάμεσα στις συστοιχίες των ελαιώνων και στη θαλασσοβροχή του Αιγαίου. Πόσο ωραίο θα ήταν…».
Μηθυμναίος