Ξαφνικά, εκεί που κάτι σχεδιάζεις στο μυαλό... –κι αυτό
συμβαίνει ως συνήθως τη νύχτα– σκοντάφτεις σε μια λεπτομέρεια (πάντα αυτές οι
λεπτομέρειες...) μικρή βεβαίως, αλλά σημαντική: Μιλάς μόνος σου κι απαντάς
μόνος σου… Συνομιλείς και διαπραγματεύεσαι. Καβγαδίζεις και διαφωνείς… Τα ψέλνεις στον εαυτό σου.
Υπερβάλεις… Κι ο λόγος; Να μην μπορεί να σε κρίνει κανένας άλλος. Ανέκαθεν ανοιχτός στο ενδεχόμενο και
στις εκπλήξεις. Προσέχεις μη και σε πάρουν από κάτω οι σκέψεις. Λειτουργείς καλύτερα απέναντι
στον εαυτό σου. Μέσα στις πτυχές της
πραγματικότητας κυριαρχεί άπλετα το υλικό των ονείρων σου. Αλλάζεις πλευρό…
– Κοιμήσου, επιτέλους!…
Επείγουσα η ανάγκη να
αποδράσεις… Από κυλιόμενες σκάλες,
διαδρόμους, φωτεινές εισόδους και σκοτεινές εξόδους, τρέχεις να εξαφανιστείς.
Ανοίγεις δρόμους. Σπρώχνεις και σπρώχνεσαι. Φτάνεις στις αποβάθρες. Μόλις που
έφυγε ο συρμός. Ο χρόνος κιτρινίζει, αγωνιά.
Κλεμμένος χρόνος. Επιβιβάζεσαι στον επόμενο που φτάνει. Στην πρώτη στάση… Στη δεύτερη… Στην τρίτη… όλες οι εκκρεμότητες
ανοιχτές. Διαβάζεις τα ονόματα στις φωτεινές
επιγραφές, ωστόσο, κάτι σε κάνει ν’ ανοίγεις τα μάτια, δεν είναι τα φρένα.
Ακούς μια φωνή: «Επόμενη στάση Μέγαρο Μουσικής». Επόμενη κι επόμενη κι επόμενη… Εκεί στη διαδρομή μεταξύ, στάσης και στάσης συναντιούνται οι δρόμοι της
ζωής που μας πάνε ως τον τερματικό σταθμό, ως την άκρη του κόσμου.
Κάθε φορά και στην κάθε μια στάση, μέχρι τον τερματικό σταθμό,
το ίδιο μήνυμα, σε χάρτινο πλακάτ και με κόκκινα γράμματα: «Να
δίνεσαι, αλλά να μην σκορπίζεσαι»… Το μυαλό σου άρχισε να κάνει πρόστυχες διαδρομές… Στριφογυρίζεις… Αλλάζεις και πάλι πλευρό…
Ωστόσο, ένα χέρι σε χαϊδεύει στην πλάτη…
– Κοιμήσου, επιτέλους!… Όλα είναι άσκοπα. Ο κόσμος δεν
αλλάζει…
Υ.Γ. Εντέλει, στη
ζωή, το να ωριμάζεις με υγεία είναι κάτι πολύτιμο και σημαντικό, όμως έχει και
κάποια ελάχιστα μειονεκτήματα κι αυτά είναι τα μικρά κενά της μνήμης.