Εδώ είναι όλα. Κύτταρα που επιμένουν να νοσταλγούν… Οι
τόποι μας, όπου οι άνθρωποί μας και οι ιστορίες τους. Καμιά φορά αφουγκράζομαι
τις ανάσες. Αναζητώ τα χαμόγελα. Συνειδητοποιώ τη μετέωρη αγωνία του χρόνου που
περνάει και χάνεται. Όλα περνούν από μπροστά μου. Καταγράφονται ακόμη ανεξήγητο –πως και γιατί– στου μυαλού
τα θολωμένα. Όλα: μικρά, μεγάλα, ωραία, σπουδαία, ασήμαντα… Διακρίνω τις
στιγμές. Ονειρεμένες κι ανεπανάληπτες!
Ο καθένας μας με το δικό του όνειρο, με τα φορτία του και
τις ιστορίες του, τις έμμονες ιδέες και τα επίμονα συναισθήματα. Άφηναν αυθόρμητα
να φανούν τα αγνά αποτυπώματά τους. Αν κι από άλλο τόπι ύφασμα φτιαγμένοι,
ωστόσο μας ένωναν, θαρρώ, οι ίδιοι κωδικοί. Ήμασταν νέοι, ανέμελοι, ξενιτεμένοι
κι ωραίοι! Με τη λάμψη και τη μοναδικότητα που μετέτρεπε το συμπτωματικό σε
νόημα, την αφορμή σε αιτία, το τυχαίο σε απολύτως καθοριστικό. Πόσα
χρόνια και πόσες παραστάσεις ζωής έχω μετρήσει. Η ταινία μπροστά
μου σε slow motion ξαναρχίζει της ζωής το
μέτρημα.
Η γοητεία εκείνων των στιγμών τώρα απουσιάζει. Δεν
αναπαράγονται, πλέον, δεν μπορείς με τις όποιες εξομολογήσεις να τις
αποκαταστήσεις, έστω και στο ελάχιστο. Ανήκουν στον ίδιο το λόγο εκείνης της
γοητείας που τις δημιούργησε. Είναι φυσικό άλλωστε. Άραγε, όσοι απόμειναν από τότε –θέλω
να μάθω– θ’ αφήνουν τη σκέψη τους να πετάει προς τα δω; Θα ακούν τα λόγια μας,
τα γέλια μας, τους αναστεναγμούς μας, τους έρωτες και τις μουσικές μας; Την
μετ’ έπειτα πορεία της ζωή μας; Θα περνάνε, άραγε, έστω για λίγο, απ’
το νου τους εκείνες οι στιγμές του «μαζί»; Ή ο καθένας τράβηξε το δρόμο του,
κοιτάζοντας τη βολή του και γίναν όλα ξένα;
Ενώ εγώ εδώ
θα παλεύω, μέσα στην αδυσώπητη διαδρομή του χρόνου, όσο
γίνεται κι όσο μπορώ –και συνάμα θα επιμένω– να τα επαναφέρω μην και τα σβήσει
ο χρόνος.