«Αχ,
αυτός ο Μόλυβος… Παθιασμένος και σαγηνευτικός, μερακλωμένος και
σεβνταλής, μελαγχολικός και απρόσιτος, ρομαντικός και αχαλίνωτος με σκλαβώνει
πάντα…
Οι άνθρωποί του βρε παιδί μου, μια κάστα
αλλιώτικη. Με τα σεκλέτια και τις αναποδιές, τα γινάτια και τις…
κακιούλες τους, σαν πέσει η βραδιά, αλαφροΐσκιωτοι γίνονται όλοι τους. Και
μπλέκουν μες στα υφάδια της γλυκασιάς και της απόλαυσης. Με ένα ουζάκι στα
μπαλκονάκια του Θεού, μ’ ένα ζεϊμπέκικο στο στέκι του «Μπαμπούκου», με δυο
ζαριές ρεμπέτικες στον «Άδωνη» του Στέλιου. Και στη «μιζέρια» τους και στη
μεγαλοσύνη τους, αυτοί οι Μηθυμναίοι
τέλος πάντων… το άλας της γης».
Έγραφε
η Ντόρα Πολίτη («Πέμπτη Αλήθεια» - Εμπρός
22/2/07)
Για μας τους Μηθυμναίους, τους αμετανόητους ρομαντικούς, τους
αλαφροΐσκιωτους κι αλλοπαρμένους, τους ονειροπόλους και τους περήφανους για τις
καταβολές τους, το Μηθυμναίος, Ντόρα μου, δεν αποτελεί καταγωγή, αποτελεί
προνόμιο!!!
Μέσα
από ρομαντικά μάτια, όπως τα δικά μας, που δε τη βλέπουμε κάθε μέρα, η Μήθυμνα
παραμένει η στέρνα των ειδυλλιακών χρόνων και των ωραίων εποχών που ζήσαμε
και τώρα ψάχνουμε να ξαναβρούμε. Αξέχαστες στιγμές που ομόρφαιναν τη ζωή μας, τις μέρες μας, τα
βράδια και τις νύχτες μας... Τρυφερές εικόνες που κρατούν τη γλύκα και το χρώμα
σα θησαυρό στην ψυχή μας. Γι’ αυτό επιμένουμε -και παραμένουμε- παθιασμένοι
εραστές της. Αστείρευτη η αγάπη και η λαχτάρα μας. Ισόβιος έρωτας και ισόβιος
προορισμός μας. Πάντα. Γιατί, όπως το ’πε κι ο ποιητής: «Η αγκαλιά που λαχταράς / άγραφος είναι νόμος / και να μη θες να
ξαναπάς / θα σε πηγαίνει ο δρόμος».
Ένα «μι» και δίπλα του ένα «ήτα»,
ένα «θήτα» κι ύστερα ένα «ύψιλον» κι ακολουθούν ένα «μι» ένα «νι» κι ένα «άλφα», όλα
κολλητά για να φτιάξουν το όνομα ενός τόπου: Μήθυμνα.
Μηθυμναίος