Διαβάζεις βιβλία και
γραφτά κάποιων ανθρώπων και νιώθεις το άγγιγμα και τη μαγεία των λέξεών
τους. Έχουν το χάρισμα αυτοί οι άνθρωποι –πολλοί νομίζουν, αλλά λίγοι το έχουν– να χρησιμοποιούν με
μαστοριά τις λέξεις, να τους δίνουν αξία και δύναμη τέτοια, που ο αέρας τους
φουσκώνει τα πανιά του μυαλού σου και το κάνει να ταξιδεύει.
Απευθύνονται
τόσο άμεσα σε σένα και σε προκαλούν να ξαπλώσεις πάνω στα γραφτά τους, να τα «σκεπάσεις»
και… να τα κάνεις δικά σου. Διαβάζεις τα όσα καταθέτουν –την ψυχή τους όλη– και
σε κάνουν να πιστεύεις, πως τελικά, δεν είναι οι λέξεις –αυτές υπάρχουν–
μαγεία, αξία και δύναμη έχουν αυτοί που τις γράφουν.
Γι’
αυτό όταν κι εσένα, σε στιγμές «πνευματικής ατροφίας»,
τα «αν», τα «μήπως», οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες σε κυριεύουν και… σκας, η
ανάγκη να εκφραστείς σε κάνει να ψάχνεις μια λύση. Χάνεσαι τότε ανάμεσα στις
λέξεις και τις προτάσεις, τους στίχους, τις στροφές, τις ομοιοκαταληξίες, τα
σημεία στίξης, τις αποχρώσεις και τα νοήματα που ξεφεύγουν από την πέννα αυτών
των ανθρώπων.
Και
καθώς τα διαβάζεις κι αφήνεσαι να σε παρασέρνουν στο ρυθμό τους, εισβάλλεις
ακόμα πιο μέσα στη «χαρτογραφημένη» ψυχή τους κι εκεί βρίσκεις τη λύση και τη
λύτρωση. Το άλλοθί τους έτοιμο, κομμένο και ραμμένο για σένα.
Σ’ αυτά ανατρέχεις,
εκεί ψάχνεις με την ελπίδα να βρεις τον τρόπο, τη συνταγή και τη βοήθεια για να
μπορέσεις να καταθέσεις, χωρίς τσιγκουνιά… τη δική σου ψυχή.