Ένας μερακλής Κρητικός είναι που τον
«συνάντησα» τυχαία να «κυμματοδρομεί» και να σκορπίζει το σοφό του λόγο στο
διαδίκτυο, μ’ έκανε να τον λατρέψω με τα υπέροχα «ξεσπάσματά» του. Ξεσπάσματα λόγου
απλού, λακωνικού, εύπλαστου και ποιητικού, θα έλεγα. Ιδιαίτερη κρητική διάλεκτος,
στρωτή και εύηχη, που μπορεί να διαβάζεται με δυσκολία, ωστόσο ρέει καθάρια σαν
κελάρυσμα νερού. Ένας Ζορμπάς! Ένας Καζαντζάκης! Ένας σωστός Κρητίκαρος!
Παρεμβάλλω μια φράση ενός δικού μας Μυτιληνιού που, όταν γνώρισε τον Αντώνη
Πρωτοπάτση ξεστόμισε: «Τούτους
είνι ιβδουμήντα ουκαδιών καρδιά, ούλους καρδιά»… Έτσι, είμαι σίγουρος, πως
θα είναι ο κ. Μιχάλης Στρατάκης, όλος καρδιά!
Τώρα εγώ,
«πάτησα» πάνω στα γραφτά του, το λέω εγκαρδίως και ειλικρινώς, αντέγραψα
ακριβώς (απολογούμαι το παράπτωμα με την ελπίδα να μην τον ενοχλεί) και σας φιλεύω
με δυο θαυμάσια κείμενα. Δυο ιστορίες του που, με περισσή μαστοριά έγραψε.
Καμιά φορά, που λες, μια
κουβέντα ενούς αθρώπου, φτάνει και περισσεύει για να σε κάμει ν’ αλλάξεις
συνήθειες και γνώμες μιας ζωής. Στο κονάκι ενούς τέθιου αθρώπου βρέθηκα, ανταποκρινόμενος στο
κάλεσμα του «πάμε στο σπίτι να πιούμε μια, μα ετσά μοσχάτη ρακή σάικα δεν έχεις
ματαπιεί ποτές σου».
Με το που εκάτσαμε ‘πο κάτω από τη μουρνιά στην αυλή του, εντάκαρε
να κουβαλεί του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά στο τραπέζι. Μέχρι και
ασκορδουλάκους έφερε, απού ‘χα χρόνους να γευτώ. Έφερε κι ένα μισοκαδιάρικο
μπουκάλι ρακή και το βρόντηξε στην τάβλα.
«Εδά που θα πιείς, πε μου άμα έχεις ξαναπιωμένη ετσά ρακή» μου ‘πε
κι έκατσε.
Έπιασε το μπουκάλι και έβαλε στα ρακοπότηρα, μα ίντα να σασε πω,
μήτε μισό δαχτύλι ρακή!
Πρώτη μου φορά εθώρουνα ετσά λοής τσιγκούνικο κέρασμα. Μα από την
άλλη, εθώρουνα τους μεζέδες κι έλεγα από μέσα μου «μπα, τσιγκούνης δεν είναι».
Ετσουγκρίσαμε τα ποτήρια, «καλώς εσμίξαμε κουμπάρε» μου ‘πε, «πάντα με το καλό
να σμίγουμε κουμπάρε» του ‘πα και πάει η πρώτη. Ονειρεμένη ρακή από τ’ αμπέλια
του Πρινιά.
Έπιασα κι εγώ το μπουκάλι να κεράσω κι έβαλα στα ποτήρια ετόσηνα
ρακή, όση ήμουνε συνηθισμένος να βάνω. Ίσαμε πάνω, για να μπορεί στι πιώμα να
βρεί η κορφή τον πάτο. «Λίγη λίγη βάνε τη ρακή κουμπάρε» μου ‘πε.
Εμάργωσα, σε δύσκολη θέση εβρέθηκα, γιατί μια ολιά προσβλητική
άκουσα την κουβέντα του. Εκατάλαβε το κι έβαλε τα γέλια, μα πράμα δε μου ‘πε.
Σαν ήρθε η ώρα να ξανακεράσει, ντάκα το ίδιο, μισό δαχτύλι ρακή
έβαλε στα ποτήρια. Δεν άντεξα.
«Συμπάθα με, κουμπάρε, μα πε μου γιάντα βάνεις ετόση να λίγη ρακή
στα ποτήρια;» τονε ρώτηξα. Έπιασε το μπουκάλι και μου απάντησε: «Για να τ’
αδειάσομε, κουμπάρε»!
Αστροπελέκι έπεσε στο νου μου η κουβέντα του και φώτισε το σκοτίδι
μου.
Εκατάλαβα πως χίλια δίκια είχε κι όλου του κόσμου η σοφία
κρυβότανε στα λόγια του.
Για ν’ αδειάσεις το μπουκάλι, πρέπει να τηνε πίνεις σταλιά σταλιά.
Και τ’ αδειάσαμε το μπουκάλι κι έβαλε και στο μηχάνημα ν’ ακούμε Σκορδαλό ν’
αναντρανίζει η ψυχή μας κι εγώ ευτυχισμένος αιστανόμουνα που είχα μάθει ακόμη
μια ακάτεχη μεγάλη αλήθεια.
Για ν’ αδειάσω το μπουκάλι τση ζωής μου, πρέπει να πίνω σταλιά
σταλιά και τα καλά της και τα κακά της. Σταλιά σταλιά, γιατί μαζωμένα,
σκοτώνουνε το ίδιο και τα δυό.
Και όταν είχαμε πιεί
κάμποση ρακή και είχε ξεχαλιναρωθεί ο νους μας, του 'καμα την ερώτηση: -''Πε
μου δα εσύ που κατέχεις, ίντα χρειάζεται ο άθρωπος για να ζήσει;''
-''Ο περήφανος θέλει μόνο παξιμάδι, ελιές,
τυρί, κρασί, ρακή, λάδι, νερό κι ένα κλαδί φασκομηλιά να το μυρίζει. Πράμα άλλο
δε χρειάζεται.'' μου απάντησε.
-''Κι αυτός που δεν
είναι περήφανος; ''ζήτησα τη συνέχεια της ορμηνιάς του.
-''Αυτός σύντεκνε, όσα και να 'χει, θέλει να 'χει εκείνα που δεν έχει.'' μου
αποκρίθηκε.
Σκέφτηκα πολλή ώρα τούτες τις κουβέντες του και του 'καμα άλλη ερώτηση:
-''Και για να 'ναι ο άθρωπος ευτυχισμένος, ίντα πρέπει να ΄χει;''
Πριν καλά καλά ολοκληρώσω την ερώτησή μου ήρθε η απάντησή του:
-''Φίλους σύντεκνε. Πολλούς φίλους. Μιλιούνια φίλους. Όλους τσ' αθρώπους να
'χει φίλους. Και λίγους συγγενείς. Οι συγγενείς χρειάζονται μόνο για να κάνουνε
στον άθρωπο απαραίτητους τσι φίλους. Να χαίρεται τσι φίλους του και να αντέχει
τσι συγγενείς του.''
Δεν τον ρώτησα πράμα άλλο. Μόνο, σαν ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσω, μου 'καμε
αυτός μια ερώτηση:
-''Κατέχεις σύντεκνε γιάντα χαίρομαι τη φιλιά σου;'' Δεν του απάντησα.
-''Γιατί πίνεις ρακή σύντεκνε, γιατί σου φτάνει για μεζές ένα παξιμάδι και μια
χαχαλιά ελιές και γιατί γυρεύεις να μάθεις από μένα τον αγράμματο.'' απάντησε
μόνος του στην ερώτησή του.
-''Ανάθεμα τα γράμματα που κατέχω'' είπα από μέσα μου και τον αποχαιρέτησα.
* Για την αντιγραφή Στράτος Δουκάκης