Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου ξημέρωσε μια ηλιόλουστη μέρα, ύστερα από την πιο
μεγάλη νύχτα του χρόνου… Από σήμερα μικραίνει η νύχτα μεγαλώνει η μέρα.
Έβαλα, λοιπόν, ν’ ακούσω τραγούδια. Απ’ τ’ αγαπημένα μου που έχουν βρει
μέσα μου φωλιά. Τι το ‘θελα; Να μην το ’ξερα; Το ξέρω, κάθε φορά που τα ακούω
με ταξιδεύουν σ’ εκείνα τα μέρη τα αξέχαστα και δε λένε να φύγουν απ’ τη σκέψη
μου. Με πιάνει μια ανεξήγητη θλίψη… Φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα.
H αχαλίνωτη ευαισθησία μου ξεπερνά τα όρια και η κρυμμένη τρυφερότητά μου ενώνονται με το μελαγχολικό μου. Κρατάω και
δεινοπαθώ να μη το φανερώσω και δείξω αδύναμος, μη και φτάσω στο δάκρυ…
Μελαγχολώ, πληγώνομαι, γίνομαι κομμάτια. Έτσι
συμβαίνει, με τον καιρό αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα χρόνια δεν μας κάνουν πιο
δυνατούς, αλλά μάλλον πιο εύθραυστους. Ωστόσο ο χώρος ευωδιάζει
νοσταλγία.
Πάντα κάτι τέτοια μικρά κι ελάχιστα σημαίνουν, πονάνε, αγαλλιάζουν… Στιγμές για ρομαντικούς κι αλαφροΐσκιωτους; Δεν τις λησμονώ αλλά και δεν τις αφήνω να φθαρούν. Δεν ξέρω… Τελικά γροικώ τα χρόνια εκείνα. Μου λείπουν…