Ήρθε
ο Σεπτέμβρης κι αποχαιρέτησα για φέτος το νησί και το καλοκαίρι. Παρότι το φως
του παραμένει ακόμη –και θα παραμείνει– σπλαχνικό.
Η καρδιά και η ματιά μου χορτασμένες πάνε να σμίξουν με τις μελαγχολίες του φθινοπώρου
που ετοιμάζεται να χτυπήσει την πόρτα μας και τις μοναξιές του χειμώνα. Με λαχτάρα,
«με λογισμό και μ’ όνειρο…» θα ζεσταίνω
τη σκέψη μέχρι να ’ρθει, με το καλό το επόμενο. Μέχρι τότε θα φέρνω στο νου,
αφήνοντας τη φαντασία να
κάνει τη δουλειά της, γαλάζια νερά να γλιστρούν, βράχια και αμμουδιές να
ξεπηδούν, άμετρο φως, παρέες, ξεγνοιασιά κι απόλαυση κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια.
Έβρεξα,
όσο γινόταν, την ψυχή μου με πελαγίσιο αγιασμό και φόρτωσα τη ματιά μου με
μπόλικο θαλασσί για να ’χω περίσσευμα κι απόθεμα για… να σταλάζει όταν το έχω
ανάγκη· στην
πόλη. Έριξα στο πρόσωπό μου κανάτες θάλασσα, να μουσκέψει ο κάθε πόρος του, να
το στεγνώσει ο ήλιος, ν’ απομείνει επάνω του η αρμύρα…
Τώρα,
κλείνω τα μάτια και ζητώ να μ’ αγκαλιάσει ο ύπνος και να με ταξιδέψει όπως η
θάλασσα. Να ’ναι καράβι το όνειρο, πανί λευκό η λαχτάρα, θαλασσοπούλι ο
λογισμός. Να φτερουγίζει, να βυθίζεται και το πέταγμά του να τρέφει τις σκέψεις μου και να πλουταίνει
αχόρταγα την ψυχή μου. Να γαληνεύω καθώς θα κρατά ζύγι με τα φτερά του. Μοναχικός όπως κι εγώ, να στέκει αγέρωχος
ωσάν εκείνα τα μικρά πέτρινα ταπεινά, ξεχασμένα ξωκλήσια του νησιού μου, που
μόνα τους τα συναντάς μ’ ένα σταυρό, ένα καντήλι, ένα εικόνισμα και τίποτ’ άλλο…
Λίγα ευχαριστώ από καρδιάς θέλω να αποθέσω, σαν αντίδωρο, σ’ αυτά που έζησα
και κράτησα. Στις εικόνες της ψυχής. Στα ηλιοβασιλέματα, στις έναστρες νύχτες,
στο φως, στην πανσέληνο! Στο όνειρο, στη θάλασσα, στη πρωινή αύρα. Στις
ευωδιές, στις κορυφές, στις αυλές! Στο όλα και στο τίποτα. Στις σιωπές και στα
αγγίγματα. Στα αν, στα θα, στα όταν και στα θέλω! Στις αλήθειες, στην ελπίδα,
στο μαζί και στο πάντα. Σε όλες τις στιγμές. Με θαυμαστικά ή χωρίς αυτά. Στο κάθε τι που έζησα και που μοιράστηκα. Στις αλήθειες των στιγμών, των λέξεων, των
σκέψεων, των εικόνων, των ψιθύρων, των φωνών και των ήχων! Που δεν έσβησαν. Στις
σιωπές που μιλάνε καλύτερα με… αλήθειες. Ακόμα στις λέξεις που πίστεψα. Σ’ αυτές
που με πλήγωσαν αλλά και στις άλλες… που δεν άκουσα. Στις απλές στιγμές. Στη
φαντασία. Στα όνειρα που ίσως κάποτε γίνουν πραγματικότητα. Στα βλέμματα που
αντίκρισα κι έμειναν βλέμματα, δεν έγιναν λόγια, δεν έγιναν χάδι, δεν έγιναν σ’
αγαπώ… απλά απόμειναν βλέμματα που κοιτάνε ολόισα στα μάτια και γίνονται ανάσες.
Αυτά είναι τα αληθινά…
Πώς να σταματήσω, λοιπόν, το μυαλό να ονειρεύεται; Πώς ν’
αντισταθώ στο αύριο που περιμένω να έρθει; Όπως μπορεί, όπως προκύψει, όπως και
να ’ναι… Κι αν δεν είναι τέλειο, απίθανο, θαυμάσιο, θα είναι, ωστόσο, αληθινό!
Σε όλα όσα αναφέρω εδώ και σ’ άλλα τόσα ακόμα θα ’θελα ν’
αφήσω περιθώρια για να τα συμπληρώνατε εσείς μήπως κι έχω αφήσει κάτι απ’ έξω.