Σε αγαπημένο ποιητή...
.
Είναι κάτι στίχοι, θαρρείς κι είναι για σένα γραμμένοι.
Λες και κλείνουν μέσα τους όλες τις δικές σου λαχτάρες,
όλες τις έμμονες, βασανιστικές και ξάγρυπνες σκέψεις
κι όλα τα σκιρτήματα της καρδιάς σου.
Συνδέονται δε, τόσο συναισθηματικά μαζί σου που,
σχεδόν αυθόρμητα, τους κάνεις… και δικούς σου.
Τους αποσπάς, κατά κάποιο τρόπο,
απ’ το δημιουργό τους
και τους κάνεις κτήμα σου.
Κι όχι μόνο,
αλλά θα ’θελες -αν γινόταν- να κατοχυρώσεις
και… τα πνευματικά του δικαιώματα!
Αν είναι δυνατόν…
Και, για να ’σαι πιο σίγουρος, τα κλείνεις
-τα φυλακίζεις κυριολεκτικά…- σ’ ένα κελί…
Μες στην καρδιά σου!
.
* * * *
.
Κάπου είχα διαβάσει –που, τι σημασία έχει…-
πως συχνά οι ποιητές,
αφού γράψουν τους στίχους,
τους σφραγίζουν σε μπουκάλια
και τ’ αφήνουν να τα πάρει το πέλαγο.
Και λένε πως, έστω κι ένας μόνο αναγνώστης να βρεθεί
να τους διαβάσει,
δηλαδή στα χέρια ενός και μόνο ναυαγού
να έφτανε το μπουκάλι…
θ’ άξιζε τον κόπο ο ποιητής να ’γραφε μόνο γι’ αυτόν.
Για φανταστείτε…
Πόσες φορές θα θέλαμε, στη ζωή μας να παίξουμε
το ρόλο του ναυαγού και πόσο ευτυχισμένους
θα μας έκανε η κρυφή μας ελπίδα να ξεβράσει
το κύμα μπροστά μας ένα τέτοιο μπουκάλι…
Συνηθίζουμε να τους κρατάμε, σα θησαυρό τέτοιους στίχους,
κάτω απ’ το προσκεφάλι μας,
έτσι για να νιώθουμε την ανάσα τους.
Ν’ αναβλύζουν αλλόκοτα, δίχως σειρά και να μας συνεπαίρνουν.
Να τους δίνουμε το δικό μας νόημα,
αυτό που εμείς θέλουμε, με το δικό μας τρόπο.
Να νομίζουμε πως ερμηνεύουν
όλα όσα εμείς θα θέλαμε,
σε στιγμές περισυλλογής και λυρικής ρέμβης,
να ερμηνεύσουν…
Και το κατορθώνουν!
Και τι κάνουμε τότε;
Τους κάνουμε ακόμη πιο δικούς μας.
Τους κλείνουμε μέσα βαθιά… στον εαυτό μας.
Ίσως, το μόνο χώρο που μπορεί κανείς
ν’ αφουγκράζεται τη σιωπή της ψυχής του.
Ο εαυτός μας!!!
.
Κι είναι κάτι στιγμές, καλέ μου ποιητή,
κάτι στιγμές «περισυλλογής και λυρικής ρέμβης»,
όπως λέγαμε πιο πάνω,
όταν κοιτάζω τους δείχτες του ρολογιού να βαραίνουν,
τον αγέρα να σκορπά όσα κίτρινα φύλλα απομείναν
ακόμη πάνω στα ημίγυμνα δέντρα,
τον ουρανό να παίρνει εκείνες
τις γκρίζες αποχρώσεις της καταχνιάς,
το ραδιόφωνο να παίζει λυπητερά κομμάτια
κι ο αλήτης ο λογισμός μου
να τρέχει πίσω στο χρόνο,
να λεηλατεί το παρελθόν
και να κάνει το παρόν να ονειρεύεται,
να ξεσηκώνει μια παράξενη αντάρα στην ψυχή μου
κι εκείνη, αλίμονο… να χάνει τη σιωπή της.
.
Κι αυτά τα λόγια που ακούω μέσα μου σαν ψίθυρο τώρα,
να ξέρεις, δικά σου λόγια είναι…
Μηθυμναίος