Ανέκαθεν ένοιωθα πως ζούμε και υπάρχουμε σε δυο Ελλάδες. Η μια είναι αυτή που μας «πεθαίνει» και η άλλη αυτή που μας δίνει ανάσες αλλά και αφορμές να νιώθουμε περήφανοι. Κι αν το όνειρό μας για μια άλλη Ελλάδα έχει ακόμα χρώμα, είναι γιατί κάποιοι μεγάλοι Έλληνες ήξεραν να το ζωγραφίζουν έτσι ώστε η όποια ουτοπία να μετατρέπεται σε θαύμα.
Κι αφήστε τον Κίσσιγκερ να λέει…
Έλαβα και αναδημοσιεύω ένα απόσπασμα από μια ραδιοφωνική συνέντευξη που έδωσε ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης στο Παρίσι, στο Γάλλο δημοσιογράφο, Pierre Sipriot, στις 6 Μαΐου, 1955!
Εμένα, ομολογώ, με συγκλόνισε το κείμενο (γιατί είναι σπάνιο, ιστορικό και επίκαιρο, γιατί αξίζει… κι ακόμη γιατί έχω τους λόγους μου…) γιατί αυτή είναι η ίδια Ελλάδα που όλο πάει κι έρχεται στο νου μας, μας ταξιδεύει πότε μας κάνει περήφανους και πότε μας πληγώνει…
Για την Ελλάδα
«Όσο πιο μακρυά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού. Όμως από μακρυά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό.
Μακρυά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ’ αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. H Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».
Και κάτι ακόμη, από την ίδια συνέντευξη, που μου έκανε εντύπωση και είναι για τους Κρητικούς:
«Πώς σου φάνηκε η ζωή, παππού;» ρώτησα μια μέρα ένα γέρο Κρητικό, εκατοχρονίτη, γεμάτο παλιές πληγές, τυφλό. Ζεσταίνονταν στον ήλιο, κουκουβιστός στο κατώφλι της καλύβας του. Ήταν περήφανος στ’ αυτιά, όπως λέμε στην Κρήτη. Δεν άκουε καλά. Τού επανέλαβα την ερώτηση: «Πώς σου φάνηκε η μεγάλη σου ζωή, τα εκατό σου χρόνια, παππού; Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό», μου απάντησε. «Και διψάς ακόμα παππού;» Σήκωσε απότομα το χέρι. «Καταραμένος αυτός που πια δε διψάει» φώναξε. Αυτοί είναι οι Κρητικοί. Πώς να μη τους κάνω σύμβολο;