«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

31 Ιουλ 2007

SOS για τα σαλκίμια του Μολύβου

Στο Μόλυβο ένα από τα πολλά αξιοθέατα είναι και το σαλκίμι (η Μικρασιατική επωνυμία του φυτού γλυσίνα) το οποίο σκεπάζει τους δυο δρόμους της αγοράς του.
Την άνοιξη ανθίζει με τα υπέροχα μενεξελί λουλούδια του, ίδια τσαμπιά σταφύλια και δίνουν ένα μαγευτικό χρώμα.
Το καλοκαίρι με τη σκιά και τη δροσιά του κάνει μια απόλαυση τον περίπατο.
Κάποιο εγκληματικό χέρι όμως επιθυμεί, τώρα τελευταία, να το θανατώσει για δικά του συμφέροντα, αγνοώντας τη φύση αλλά και τη χρησιμότητα του δέντρου το οποίο μετράει πάνω από 200 χρόνια ζωής.

Εδώ φαίνεται η εγκληματική κοπή του κλαριού

Είναι ανάγκη όλοι να ευαισθητοποιηθούν και να γίνουν οι ανάλογες κινήσεις ώστε να σωθεί το δέντρο. Ο χαρακτηρισμός του δε ως μνημείο της φύσης είναι επιβεβλημένος.

Συγκροτήθηκε μια Επιτροπή για την προστασία του δέντρου, οι κάτοικοι είναι σύμφωνοι και με την υπογραφή τους στηρίζουν την προσπάθεια της διάσωσης.

Mithymnaios

28 Ιουλ 2007

ΤΑ ΞΩΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΟΥ

Σειρά Πρώτη
«Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο.
Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλα μου όταν γράφω.
Από το πώς αστράφτουν τα τζάκια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος.
Και συχνά κάθομαι τ' απόγευμα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες, όπως το γεράνι».
Οδ. Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου
Τούτα τα λόγια του ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη δίνουν ανάγλυφη τη σημασία και τη σπουδαιότητα που έχουν τα ξωκλήσια για τους ανθρώπους. Τέτοια υπάρχουν σ’ όλη την Ελλάδα και δείχνουν την επίδραση που ασκούν στον πιστό, καθώς τον βοηθούν να εξωτερικεύσει τα ευλαβικά του συναισθήματα και να μιλήσει κατ' ευθείαν με το Θεό. Σίγουρος προορισμός για όσους Τον αναζητούν. Τόπος ευλάβειας και προσμονής, αποκούμπι των προσδοκιών και των ελπίδων για ένα θαύμα.
Γραφικά ξωκλήσια κοντά στη θάλασσα, άλλα ζωντανά κι άλλα ξεχασμένα, κουβαλούν στα σιωπηλά ντουβάρια του ιστορίες, παραδόσεις και έθιμα. Με αγιογραφίες που στο χρόνο αργά αργά ξεθώριασαν όμως η αγιότητά τους παραμένει και μεγαλώνει.
Κι εγώ, είχα τους λόγους μου που με παρακίνησαν να παρουσιάσω από εδώ όσα βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορες γραφικές τοποθεσίες γύρω απ’ το Μόλυβο. Κι αυτά όλα είναι δημιουργήματα των κατοίκων του.

Άγιος Νικόλαος, στο λιμάνι του Μολύβου, ίσως το πιο φωτογραφημένο ξωκλήσι.

Άγιος Ιγνάτιος στο έμπα του χωριού.

Οι Άγιοι Ανάργυροι στην Εφταλού. Παραδίπλα υπάρχει ο τάφος και η προτομή του Μηθυμναίου λογοτέχνη Αργύρη Εφταλιώτη.

Ο Αϊ Γιώργης λίγο πριν την τοποθεσία Μνος.




Αγιά Λεμονή στο ενδιάμεσο του δρόμου Πέτρας – Μόλυβου.

Mithymnaios

22 Ιουλ 2007

ΛΕΣΒΟΥ ΜΟΡΦΕΣ

(Αγιογραφίες στο τέμπλο μας)
Τα χρόνια πέρασαν. Τα μαλλιά του άσπρισαν. Οι δραχμές έγιναν ευρώ. Ο φούρνος παραμένει. Kι εκείνος εκεί με χαμόγελο να εξυπηρετεί τους χωριανούς του παρά τα ογδόντα και κάτι χρόνια του…
(Άργενος Λέσβου)

Και μη φανταστείτε ότι το επάγγελμα είναι ανδροκρατούμενο υπάρχουν και οι φουρνάρισσες.

(Πελόπη Λέσβου)

Η αγγειοπλαστική έχει μακραίωνη παράδοση στη Λέσβο. Την τέχνη την μάθαιναν από τους πατεράδες τους κι εκείνοι απ’ τους δικούς τους. Έτσι προχώρησε η τέχνη. Μέχρι πότε…

(Μανταμάδος Λέσβου)

Ένα δείγμα μιας τέχνης που ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει ακόμα. Τα πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης ήταν απαραίτητα σ’ όλα τα νυκοκυριά μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε άρχισαν να αντικαθίστανται από τα φτηνά βιομηχανοποιημένα γυάλινα και πλαστικά σκεύη.

(Μανταμάδος Λέσβου)

Το παρελθόν συντροφιά για δυο κουβέντες στο καφενείο με... το παρόν. Το κινητό, όμως, πιστό στη πρόοδο, βάλθηκε να διακόψει τον διάλογο.

(Άργενος Λέσβου)

Μπορεί να έμεινε παρατημένο, άχρηστο και δίχως πινακίδα κυκλοφορίας, να όμως που κάποιος φευγάτος άφησε το «μήνυμά» του…

(Άργενος Λέσβου)

Mithymnaios

19 Ιουλ 2007

ΛΕΣΒΟΥ ΑΧΝΑΡΙΑ

Η εγκατάλειψη σ’ όλο το μεγαλείο της. Είναι αυτά τα ερειπωμένα σπίτια, χαλάσματα που σου ματώνουν την ψυχή όταν τ’ αντικρίζεις. Γέρασαν, τα ξέχασαν κι αυτοί που κάποτε τα ζούσαν. Πόσα όνειρα δεν στέγασε, πόσες ανάσες… Αφημένα άδεια, παρατημένα στου καιρού το πέρασμα, που τα τρώει. Αλλά ποιος ξέρει, ίσως κάποτε να ξαναγίνει σπίτι και θα ξαναγίνει… Ίσως έμεινε έτσι για να ξαποστάσει. Έτσι είναι αυτά… Τα κοιτάς μόνο γιατί εμπεριέχουν αναμνήσεις. Εικόνες που σου αφήνουν περιθώρια να φτιάξεις ιστορίες, ιστορίες που πέρασαν από μέσα τους. Είναι σαν να ξαναφέρνεις στη σημερινή ζωή κάτι που απεβίωσε χρόνια πριν. Τώρα είναι ένα ρημαγμένο σπίτι.
(Στην Άργενο της Λέσβου)

Βάρκα τραβηγμένη στην άκρη του γιαλού. Ο χρόνος έχει επιδράσει επάνω της. Φαίνεται. Σαν ερωμένη που την έχουν ξεχάσει, παρατημένη η Βίκυ, αργοπεθαίνει σε απόμερο ακρογιάλι. Κάποτε κάποιος την όριζε. Κάποτε κάποιος την είχε αρμενίσει. Τώρα κουφάρι αφημένο να το τρώει ο ήλιος και η αρμύρα. Δίχως κουπιά αλλά με τους σκαρμούς εκεί, έμεινε ν’ ακούει στην στεριά, το μουρμούρισμα και το ρόχθο της θάλασσας. Που να βρίσκεται ο κύρης της; Δεν έχει σημασία που πια δεν θα κάνει σχέδια και όνειρα για ταξίδια. Και ριζωμένη όπως είναι στο γιαλό έχει πολλά να πει, πολλά να ιστορίσει.
(Σε ακρογιάλι της Σκαμιάς Λέσβου)

Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια, κι αν έχει ασπρίσει πια, τι κι αν η φθορά την έχει κυρτώσει, η οικογένεια και το σπίτι χρειάζονται τη λάτρα τους. Εκεί είναι εκείνη σκυμμένη, με αγάπη και σεβασμό να διπλώσει τα ρούχα, στη δροσιά της κληματαριάς. Στην αυλή της, στο περίγυρο της δικής της ζωής. Τα τακτοποιεί με περίσσευμα αγάπης. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς υπάρχουν ακόμη πράγματα, υπάρχουν τοπία, υπάρχουν ψυχές που δεν τα πάτησε ή δεν τα έχει πατήσει ακόμη η εξέλιξη. Κι αυτά είναι που χρειαζόμαστε.

(Μια γιαγιά στην Άργενο Λέσβου)

13 Ιουλ 2007

ΛΕΣΒΟΥ ΓΕΥΣΕΙΣ…

Η Λέσβος, το νησί μου, έχει ταυτιστεί με ορισμένους γαστρονομικούς συνδυασμούς που οδηγούν σε ιδιαίτερες γεύσεις εξαιρετικής νοστιμιάς. Ανέκαθεν σε τούτο τον τόπο, τρεις μεγάλες τέχνες, η ποίηση, η ζωγραφική και η γαστρονομία, μοιάζουν να συναντιούνται για να ξεδιψάσουν τη φαντασία τους μ’ ένα δροσερό καραφάκι ούζου.
Πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο η σαρδέλα Καλλονής, με τη γεύση της να κατακτά κάθε χρόνο περισσότερους οπαδούς. Είτε φρέσκες, στις παραδοσιακές ψαροταβέρνες δίπλα στη θάλασσα, είτε παστές οι σαρδέλες Καλλονής, δικαιώνουν τη φήμη τους και είναι μια απ’ αυτές τις εξαιρετικές νοστιμιές που συνοδεύει τις ουζοποσίες.
Κατάγονται από «μεγάλη γενιά», την Clupea sardina, λίγο το ’χετε; Πρόκειται για ένα είδος με κάπως κοντό σώμα (10-11 εκ.), πρασινοασημιές ανταύγειες και πολύ νόστιμη και γλυκιά σάρκα. Σήμα κατατεθέν του λεσβιακού τραπεζιού και απαραίτητος μεζές του ούζου, οι σαρδέλες της Καλλονής είναι φημισμένες σε ολόκληρο το νησί και όχι μόνο.
Μη σας σοκάρει το σύντομο «ψήσιμό» τους στο αλάτι, η παραμονή τους έστω και για ένα εικοσιτετράωρο –μερικοί ισχυρίζονται ότι και 5-6 ώρες είναι αρκετές- μέσα σε αυτό τις κάνει γλυκές και ιδανικές για να κοντράρουν την αλκοόλη του ούζου.
Όταν σας τις σερβίρουν, δεν έχετε παρά να την κρατήσετε από τα δύο άκρα της ουράς, να την χωρίσετε στα δύο, να αφαιρέσετε το κόκαλο και να απολαύσετε τη ζουμερή και γλυκιά σάρκα της. Με αυτό τον τρόπο βέβαια θα μπορέσετε να την απολαύσετε μόνο στα φημισμένα ουζερί της Λέσβου, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Mithymnaios

4 Ιουλ 2007

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΟΥΖΟ (ΙΙ)

Το ούζο λοιπόν είναι ένα διάσημο διεθνώς ελληνικό απεριτίφ, με άρωμα, κυρίως, γλυκάνισου που καταναλώνεται ευρύτατα σε όλη την Ελλάδα αλλά και εξάγεται σε όλο τον κόσμο. Είναι από τα ελληνικά προϊόντα με τη μεγαλύτερη διεθνή ζήτηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει επισήμως αποδεκτό το ούζο ως ένα καθιερωμένο ελληνικό προϊόν, και έτσι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει το δικαίωμα να το παράγει. Σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν σχεδόν 300 διαφορετικοί παραγωγοί ούζου, ενώ οι εξαγωγές ανέρχονται σε 2,4 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Η παραγωγή του άρχισε στα μέσα του 1850 με κέντρο παραγωγής το νησί της Λέσβου και ιδίως το Πλωμάρι που ακόμη και σήμερα παραμένει ο κυριότερος και πιο γνωστός παραγωγός του ελληνικού ούζου. Θέλοντας και μη το ούζο το συνδέομε πάντα με τη Λέσβο, και σ’ αυτό το νησί βιώνουμε την απόλυτη απόλαυσή του. Εκεί ανέπτυξαν τη μέθοδο της απόσταξης χρησιμοποιώντας τους αποστακτήρες χαλκού, μέθοδος που θεωρείται η πλέον κατάλληλη.

Στα παραδοσιακά χειροποίητα καζάνια (άμβυκες) παραμένουν για ώρες η αλκοόλη, οι σπόροι και τα αρωματικά βότανα. Κατόπιν το μείγμα αποστάζεται προσεκτικά και ελέγχεται η θερμοκρασία βρασμού και ψύξης του αποστάγματος. Από την πρώτη απόσταξη, διαχωρίζεται και επιλέγεται η «καρδιά», το πιο εύγευστο μέρος του αποστάγματος, η οποία αποστάζεται για δεύτερη φορά, αργά αργά με συνεχείς ελέγχους και δοκιμές. Πριν η διπλοαποσταγμένη «καρδιά» καταλήξει στις φιάλες, αραιώνεται με μαλακό νερό, ώστε το ούζο να αποκτήσει το επιθυμητό αλκοολικό τίτλο. Το ούζο υψηλής ποιότητας μπορεί να υποστεί πολλές διαδοχικές αποστάξεις. Έτσι το διάφανο απόσταγμα συντελεί σε ένα απαλό και γλυκόπιοτο ούζο από απόσταξη 100%, ωριμάζει για 2 μήνες έτσι ώστε να δέσει όλα τα αρώματα και να μας δώσει την ιδιαίτερη γεύση του. Η διακριτική μυρωδιά του οφείλεται στη προσθήκη του γλυκάνισου σαν αρωματική ουσία αλλά και άλλων συστατικών που ποικίλουν ανάλογα με τον παραγωγό. Μερικά από αυτά είναι: κόλιανδρος, γαρίφαλα, ρίζα αγγελικής, γλυκόριζα, μέντα, άνθος μάραθου, φουντούκια, κανέλα και lime.
Το Λισβόρι της Λέσβου, ένα μικρό χωριουδάκι του Δήμου Πολυχνίτου στο Ν.Δ. τμήμα του νησιού, είναι η γη όπου ανθεί ο καλύτερος γλυκάνισος στον κόσμο και είναι περιζήτητος για το άρωμά του. Το αιθέριο έλαιο του γλυκάνισου είναι το καλύτερο και ακριβότερο από τα αιθέρια έλαια άλλων αρωματικών φυτών, επειδή περιέχει 80-90% ανηθόλη. Χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες για να δώσει δροσερό άρωμα και ευχάριστη, πικάντικη γεύση στα αλκοούχα ποτά. Σ’ αυτό το μικρό χωριουδάκι, που λέτε, καλλιεργείται κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού σε παραθαλάσσια γη και το χαρακτηρίζουν κάτι υπέροχοι τόνοι θαλασσινής αλμύρας. Οι παραδοσιακοί «ουζάδες» είχαν και το εξής μυστικό, το βράδυ πριν την απόσταξη, βύθιζαν ολονυχτίς το τσουβάλι με τον γλυκάνισο στη θάλασσα. Κάθε αποσταγματοποιός έχει το δικό του μυστικό.

Ήταν μερικά απ’ αυτά που κι εγώ έμαθα από περιέργεια για τη δημιουργία του υπέροχου αυτού ποτού που μερικοί ακόμη επιμένουν, με μεράκι και πίστη, στις παραδοσιακές αξίες της ευλογημένης Λεσβιακής γης.


Mithymnaios

2 Ιουλ 2007

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΟΥΖΟ… (Ι)

Είναι μεσημέρι, η θάλασσα καθρέφτης κι όλο δροσιά. O Άγγελος, μόλις πριν λίγο, έχει βγάλει μια σακούλα αχινούς. Μας φώναξε, την παρέα, να στρωθούμε στο τραπέζι. Τους άνοιξε, τους καθάρισε έριξε τα κόκκινα και κίτρινα αυγά τους σε μια πιατέλα, έβαλε αρκετό λεμόνι και λαδάκι που μαζί με τη λίγη θάλασσα που περιείχαν οι αχινοί έγινε ένας μεζές θαύμα για ούζο. Ξέρετε το ούζο είναι το ποτό της θάλασσας, της συντροφιάς και της κουβέντας. Έχει μια ιδιαιτερότητα, μια «επιθετική γεύση» που με τις πρώτες γουλιές νιώθεις να ελευθερώνεσαι. Χρειάζεται εύθυμη ατμόσφαιρα, μέσα σ’ ένα χαλαρό και ήρεμο κλίμα, αλλά και τους δικούς του μεζέδες. Αυτοί κάνουν πιο ήπια την επίδραση του οινοπνεύματος στον οργανισμό και δίνουν την ευκαιρία να καθίσεις με μια καλή παρέα και να πίνεις αργά το ουζάκι σου για πολλές ώρες, χωρίς το φόβο της μέθης.
Το μυστικό για την απόλαυση της κατανάλωσης ούζου είναι να το συνοδεύσει κάποιος με μεζέδες όπως: παστή σαρδέλα Καλλονής (μεζές δυσεύρετος, είναι αλήθεια, αλλά ίσως ο καλύτερος), κρίταμα τουρσί, κουκιά βραστά, ξεροτηγανισμένα κολοκυθάκια και μελιτζάνες και κανα δυο πλοκάμια ξερού χταποδιού περιχυμένα με λίγο ξύδι. Μια ντοματούλα κομμένη στα τέσσερα, λίγο αγγουράκι τραγανό και δροσερό, λίγη φέτα και ζυμωτό ψωμί. Αυτά είχαμε. Τι άλλο χρειαζόμασταν. Πιάσαμε μια δροσιά κι άρχισε η «ιεροτελεστία».

Ένας τόπος τόσο όμορφος και γεμάτος χαρές, όπως η λεσβιακή γη, που υμνήθηκε και αποτέλεσε έμπνευση για ποιητές, ζωγράφους, συγγραφείς με πλούσια ηλιοφάνεια και έξοχη ποικιλία γλυκάνισου και άλλων αρωματικών φυτών, ήταν φυσικό να γεννήσει και να εντάξει στην παράδοσή του, εδώ και αιώνες, την παραγωγή ούζου. Θα έχετε ακούσει σίγουρα για το Μυτιληνιό ούζο κι ακόμα πιο σίγουρο θα το έχετε δοκιμάσει. Άλλωστε στη σύγχρονη Ελλάδα ουζερί υπάρχουν παντού.
Παραδοσιακά το ούζο πίνεται γουλιά - γουλιά (συνήθως με νερό - δεν θα έλεγα με πάγο από τη στιγμή που υπάρχει παγωμένο νερό). Κι επειδή με ενδιέφερε το θέμα, κάθισα και έψαξα διάφορα για το ούζο όπως π.χ. ότι το ούζο που δεν ασπρίζει δεν είναι και καλό. Αυτό γιατί το άσπρισμα, η λεγόμενη «γαλανάδα» ή «γαλάνιασμα» οφείλεται στην ανηθόλη και για να δοκιμάσετε αν ένα ούζο περιέχει την απαιτούμενη ανηθόλη είναι ένα προς ένα, δηλαδή σ’ ένα ποτήρι νερό βάζουμε μισό ούζο και μισό νερό, το ανακατεύουμε (πάνω-κάτω) κι αν δεν ασπρίσει ή «γαλανιάσει» τότε αυτό σημαίνει ότι δεν περιέχει αρκετό γλυκάνισο ή ανηθόλη, οπότε αυτό έχει σαν συνέπεια την απώλεια μυρωδιάς και γεύσης… Αν όμως ασπρίσει, τότε το τεστ έχει βγει… θετικό!

Κι επειδή όπως σας είπα το έψαξα το θέμα, θα τα πούμε σε συνέχειες.

Mithymnaios