Κι
ενώ, μετά από τόσο βάσανο, εσύ γεμάτη με όλα τούτα, ανακαλύπτω πως είναι πιο
πολλά τα σβησίματα από τις ολοκληρωμένες φράσεις. Σ’ αφήνω στην άκρη. Δεν σε
πετώ. Ποτέ. Παίρνω μιαν άλλη, άδεια όπως ήσουν και εσύ πριν και… καθαρογράφω
όσα απέμειναν. Πιο άνετος τώρα, σε στολίζω με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα, από
εκείνα με τις καμπύλες και τις ουρές, που μ’ έμαθε να τα γράφω εκείνη η
προικισμένη δασκάλα μου στο σχολειό. Ύστερα κάθομαι και σε διαβάζω. Αυτό κάνω και τώρα. Διαβάζω και κρίνω. Διαβάζω και
απορώ. Απορώ με μένα. Τα κατάφερα πάλι! Μέχρι πότε;…
Ουφ… καταλάγιασε
η έντασή μου, εκτονώθηκαν τα συναισθήματα, ξεμπέρδεψα με τις
σκέψεις μου. Με αποθέματα ηρεμίας πλέον, νιώθω ικανοποίηση. Ώρα πια να σε παραδώσω στην τεχνολογία. Απ’ το
πληκτρολόγιο στην άχαρη οθόνη του υπολογιστή μου και μετά να σε σώσω στο
μπαούλο του (μνήμη το λένε τώρα). Να μείνεις εκεί, μη και σε κιτρινίσει ο
χρόνος.