«Απρίλης:
δονητής ριζών, βλαστών, φυλλωμάτων, καρπών, ψυχών, σωμάτων. Όλα τα ζωντανά του
πλανήτη ερεθίζονται, ξυπνάνε αδιαφορώντας (αγνοώντας;) για την κρίση αξιών και
ιδεών. Ατίθασος μήνας. Φωτεινός μήνας, οιονεί ελληνικός. Χυμώδης μήνας, γεμάτος
φωνήεντα και υγρά σύμφωνα, μουσικός άρα και εξαγνιστικός - πυρπολεί ταυτοχρόνως
με τη δροσερή ζέστη του ερωτικά κύτταρα. Και να σου φτερουγίσματα, να σπασμοί
και κραδασμοί, να ηλιόφωτα νεύρα και ζεστό αίμα: η καλλιέργεια του ασυνείδητου.
Μαργαρίτες και τσουκνίδες αναφύονται ταυτόχρονα. Φανερή αρμονία αντιθέτων (αλλά
η κρυφή αρμονία έχει σημασία). Φιλοπαίγμων και γελαστός. Σκανταλιάρικος μήνας
(ερωτικός πάντα), ανεξίθρησκος (ποιος νοιάζεται για προφήτες και σωτήρες πια), άπατρις
(παρότι τον χαρακτηρίσαμε ελληνικό), σπάει τις σιωπές (να ήταν αλήθεια),
έκθυμος».
Τούτη τη Μεγάλη Εβδομάδα
κράτησα (πέρα από το πνεύμα κατάνυξης και τα λατρευτικά δρώμενα) την έκρηξη της
ελληνικής Άνοιξης. Και όλως τυχαίως έρχεται να την εκτοξεύσει κι άλλο το
παραπάνω απόσπασμα
από το κείμενο: «Με τον Απρίλη
είμαστε» του Γιώργου Σταματόπουλου. Χώνομαι
ανάμεσά στα ωραιότατα επίθετα-πλουμίδια με τα
οποία στολίζει εκείνος το μήνα Απρίλη.
Τρυγώ με τρυφεράδα και άκρατο θαυμασμό τα
«φωνήεντα και τα υγρά σύμφωνα» που φέρνουν αλφαδιά στη σκέψη, δίνουν οξυγόνο κι
απλωσιά στο συναίσθημα και μετατρέπουν το ταπεινό σε μεγαλειώδες. Και το κάνω μόνο
και μόνο για να «συμπληρώσω» τα κενά του μυαλού μου, να πάρει ανάσες.
Κι ύστερα κάθομαι και σκέπτομαι ο αφελής: Πώς
γίνεται κάποιες φορές να έχεις την ανάγκη, τη χαρά και ενδεχομένως την
ανιδιοτελή αγάπη –παραμερίζοντας προς το παρόν, άλλα που σε βαραίνουν– ακόμη να
μοιράζεσαι εκείνα που είναι για σένα σημαντικά,
έτσι απότομα που λιγόστεψες... Το χούι δεν κόβεται…
Δεν έχεις να πάρεις. Δεν έχεις να δώσεις. Και
είναι τότε που ερμηνεύεις γεγονότα
και ανθρώπους. Επιλέγεις και πάλι τη σιωπή. Κρύβεσαι στο άσυλο της ψυχής σου, ανάμεσα
σε κάποια όχι και σε κάποια ναι, ((«αρμονία αντιθέτων») μες στη φλυαρία της μοναξιάς.
Κάτι σπάει μέσα
σου και… θρυμματίζει τον ιστό, το δεσμό, τη σχέση. Κάποιο συναίσθημα, πολύτιμο κι
αναίτια κρυμμένο,
αφήνει ένα δυσδιάκριτο ίχνος να στάζει… Έτσι γίνεται πάντα –γιατί έτσι γίνονται
αυτά τα πράγματα, εναλλάσσονται– και η τροχιά της ζωής συνεχίζεται.
Είμαστε ευπαθείς και ευάλωτοι οι άνθρωποι, απροσάρμοστοι,
θύματα του τυχαίου και του ατυχούς. Μια μικρή ασήμαντη πινελιά. Ίσως και μια απρόσεκτη
πινελιά πάνω στον καμβά αυτού του κόσμου. Κομμάτια από την ύλη του.
Μεγαλώνουμε, μικραίνουμε, σμίγουμε, χωρίζουμε, ανακατεύουμε λάθη και σωστά,
ενισχύουμε –ή απορρίπτουμε– αντιλήψεις (ενδεχομένως κάπου να λαθέψαμε…) ψάχνοντας να βρούμε τις ανάλογες
αντιστοιχίες ώστε να ταιριάξουμε το δικό μας λίγο με το δικό τους αρκετό.