Καλή χρονιά με υγεία αγάπη, ενσυναίσθηση, ευτυχία και χαρά!
* Έναυσμα και αφορμή για το ξέσπασμα :
Στράτος Δουκάκης
Καλή χρονιά με υγεία αγάπη, ενσυναίσθηση, ευτυχία και χαρά!
* Έναυσμα και αφορμή για το ξέσπασμα :
Στράτος Δουκάκης
Σε τούτο το σημερινό Δευτεριάτικο
βροχερό πρωινό, κοντεύω στο παράθυρο και κοιτάζω έξω τη θλιμμένη γκρίζα μέρα
και συνάμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω την τραγικότητα της κατάστασης που
βιώνουμε. Μου είναι αδιανόητο να φανταστώ πόσο ακόμη θα τραβήξει όλο αυτό. Ταυτόχρονα βάζω
τα δυνατά μου να το αφομοιώσω και να προσγειωθώ στην πραγματικότητα.
Να φανταστώ τον κόσμο μας αύριο. Ποιο αύριο θα μου πείτε…
Αφήνω τη βροχή και επιστρέφω στις χαλαρές μουσικές που, εν τω μεταξύ, είχα αφήσει όσο έκανα τις σκέψεις μου, εκεί όπου οι νότες της τζαζ ίσως κατορθώσουν και με κρατήσουν στα ίσα μου. Και κοίτα να δεις πως καταφέρνουν, αυτοί οι εξαιρετικοί μουσικοί, με τους αυτοσχεδιασμούς τους, να σκορπίζουν τις ευωδιαστές μελωδίες που ταιριάζουν με την ατμόσφαιρα. Μαγική συντροφιά, προορισμένη να συντροφεύει ιδιαίτερες στιγμές μας. Κάτι είναι κι αυτό.
Μην τα μετράς τα χρόνια μου λένε, απλά κράτα τις όμορφες
στιγμές που έζησες, τα πιο όμορφα πράγματα. Εντάξει, δεν ήταν όλα πάντα βολικά.
Σωστά, γιατί αν ήταν, ούτε μισό παραμύθι δε θα γράφαμε σ’ όλη μας τη ζωή.
Τα χρόνια τρέχουν,
προσποιούνται πως σταματούν και πάλι… ξανά τρέχουν!
Η ζωή είναι ένα υπέροχο ταξίδι που μας
γεμίζει εμπειρίες αλλά και γνώση.
Μαθαίνοντας από τα λάθη μας, μπορούμε να
κάνουμε το δικό μας ταξίδι –τη ζωή μας δηλαδή– να είναι
πραγματικά πιο όμορφη. Τα μαθαίνουμε όμως;…
Τελικά, ο καιρός μετριέται με ό,τι κουβαλάει μαζί του. Τα υπόλοιπα έπονται και μερικώς ελέγχονται.
Cumplir
años es obligatorio, hacerte viejo es opcional
Το να
ολοκληρώνεις χρόνια είναι υποχρεωτικό, το να γερνάς προαιρετικό…
Στα πλαίσια μιας δίσεχτης, αμφίρροπης κι αμφιλεγόμενης εποχής, –συνωμότες, άλλος λίγο, άλλος πολύ, απέναντι σε μια ευθύνη– με χαρακτηριστικά που ο αντίχτυπός τους μας φορτώνει με φόβο αλλά και άγχος. Αφήσαμε το χρόνο να ορίσει την αντοχή μας και τις ώρες να κυλάνε, να περνάνε χωρίς σκοπό. Γεμίσαμε μοναξιά, γεμίσαμε με απουσίες, με χαμένες αγκαλιές, χαμένα χαμόγελα. Κι όχι μόνο, γεμίσαμε και με χίλια δυο άλλα, παρατημένα στην άκρη. Που όρεξη… Μαζεύτηκαν τόσα… Τρομάζεις με τον τεράστιο όγκο τους. Τα κοιτάζεις κι απογοητεύεσαι. Κι ας λένε πως η απογοήτευση δεν σκοτώνει, αλλά διδάσκει!
Ελάχιστα τα λόγια –σχεδόν καθόλου. Λιγόστεψαν. Χαράξαμε και όρια, όρια που μάλλον δεν υπήρχαν. Λαβύρινθους που δεν βλέπω να ξεμπλέκουμε με κλειδιά άλλων. Προσπαθούμε, με κάθε τίμημα, να διατηρήσουμε έναν τρόπο, ώστε να λύνουμε τους κόμπους μας και να ξεμπλέκουμε το κουβάρι της αβεβαιότητας.
Και να το φθινόπωρο, το γύρισε σε χειμώνα. Λίγο η ψύχρα, λίγο η συννεφιά μένεις να κοιτάς την πυξίδα του ουρανού κι ανάμεσα στα σύννεφα ν’ αναζητάς ένα κομμάτι ελπίδας.
Στρώνομαι κι αναζητώ. Βρίσκω και διαλέγω εικόνες ώστε να ’ναι αυτές όπου θ’ ακουμπάνε καλύτερα οι σκέψεις. Επάνω τους ενσωματώνω λόγια που έχω γράψει. Με φωνήεντα, σύμφωνα, σημεία στίξης σχηματίζω προτάσεις. Με κάθε τελεία, με κάθε κόμμα, με κάθε παύση και… μ’ εκείνα τα παρατεταμένα αποσιωπητικά που προδίδουν αμηχανία, προσπαθώ να τους δώσω τη μορφή που θέλω. Να ψιθυρίζουν και ν’ ανασαίνουν.
Όσο
κι αν ο χρόνος πέρασε στοιβάζοντας αμέτρητα άλλα, όσο κι αν όλα αυτά
σκεπάστηκαν μ’ ένα σωρό σκόνη, εσύ επιμένεις να περνάς το χέρι σου από πάνω, να
τη διώχνεις και να τα φέρνεις πάλι πίσω… στο φως. Ναι, να τον φέρνεις πίσω σε
κρυσταλλωμένες εικόνες που, σαν παγωμένες ψιχάλες, αιωρούνται μπροστά σου και
μέσα τους βλέπεις τη ζωή σου σε επανάληψη. Τις κοιτάς μια μια και θυμάσαι
πρόσωπα, διαδρομές, σταθμούς, αποχαιρετισμούς και αφετηρίες… Μετράς τις ρωγμές
που ο χρόνος άφησε χαραγμένες επάνω τους και… μελαγχολείς.
Πέρασαν
τόσα χρόνια κι όμως, κάποιες φορές, στις σιωπές της ψυχής σου, το ρολόι του
μυαλού παίρνει αντίστροφες πορείες, όπως κι εσύ που γυρίζεις στα ίδια και στα
ίδια. Είσαι ένας παράξενος ταξιδευτής που ταξιδεύει από τη χαρά στη μελαγχολία
κι από τη νοσταλγία στο όνειρο… Θέλεις να ξεφύγεις απ’ τη ρουτίνα της
καθημερινότητας και τη μονοτονία της γκρίνιας. Σε βασανίζουν εσωτερικοί
μονόλογοι. Ζυγίζεις, με τα δικά σου σταθμά, ομορφιές και απογοητεύσεις κι
ανασύρεις από τις αποθήκες της μνήμης ό,τι αγάπησες. Ακούς ξεχασμένες νότες και
γλυκές μελωδίες, συγκινείσαι, σκουπίζεις την υγρασία απ’ τα μάτια σου και… τις
κάνεις δικές σου. Ξεφυλλίζεις αμέτρητες σελίδες βιβλίων κι ανάμεσα στα τόσα,
διαβάζεις –και θέλεις να τηρήσεις– εκείνο που έγραψε ο Ισπανός συγγραφέας Αντόνιο Μουνιόζ Μολίνα: «είναι τόσα αυτά που
χάνει κανείς στη ζωή του για να μη φυλάει αυτά που του έμειναν».
Αποσπάσματα
από: «Ένας ρομαντικός... παλαιάς κοπής» και «Επειδή, για κάποιο λόγο...»
Διψασμένος για νέες εμπειρίες, ο Καμύ ταξίδεψε τρεις φορές στην Ελλάδα απολαμβάνοντας κάθε στιγμή. Η πρώτη φορά ήταν τον Αύγουστο του 1939, όταν επισκέφτηκε τα νησιά του Αιγαίου με τη φίλη του Κριστίν, διαβάζοντας Επίκουρο και Στωικούς φιλοσόφους. Η δεύτερη ήταν το 1955, όταν δέχτηκε πρόσκληση από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών να συμμετάσχει ως κεντρικός ομιλητής σε συνέδριο αφιερωμένο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Φιλοξενήθηκε από τον ψυχολόγο Άγγελο Κατακουζηνό, σε ένα σπίτι γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, που χάρη στον Καμύ μετατράπηκε σε κυψέλη ιδεών. Η Τρίτη φορά ήταν το 1959, όταν ταξίδεψε στα ελληνικά νησιά με το σκάφος του εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ και εκστασιάστηκε από το νησί της Λέσβου.
«Ανακάλυψα
το μέρος στο οποίο θέλω να ζήσω» έγραψε στον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό. «Πρόκειται
για ένα πανέμορφο νησί, σχεδόν αρσενικό θα έλεγα. Θέλω να ζήσω εκεί, δίπλα στη
θάλασσα, ατενίζοντας τα κύματα του Αιγαίου, αυτά τα κύματα που κουβαλούν επάνω τους
τα αρώματα της πατρίδας μου, της Αλγερίας. Έχω ήδη εντοπίσει ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, από το
οποίο θα μπορώ να αποχαιρετώ τον ήλιο που δύει πάνω από το Αιγαίο, και ίσως
έτσι καταφέρω να συνηθίσω την ιδέα του αποχωρισμού. Μπορώ να με φανταστώ πάνω
σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός στα κύματα».
Δεν πρόλαβε να
πραγματοποιήσει το όνειρό του. Στις 4 Ιανουαρίου 1960, ο Καμύ επέστρεφε στο
Παρίσι από το Λουμαρέν της Προβηγκίας, όπου είχε περάσει τις χειμερινές του
διακοπές. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Το αυτοκίνητο που
οδηγούσε ο φίλος του Μισέλ Γκαλιμάρ γλίστρησε πάνω στον πάγο, κάνοντας τον
οδηγό να χάσει τον έλεγχο. Ο Γκαλιμάρ, βαριά τραυματισμένος, άφησε την τελευταία
του πνοή λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Όσο για τον Καμύ, ο θάνατός του
ήταν ακαριαίος.
Ήταν μόλις
σαράντα έξι ετών.
Στο Μύθο του Σίσυφου είχε προφητεύσει: Το συναίσθημα του παραλόγου μπορεί να χτυπήσει στο πρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου.
* Απόσπασμα από
το βιβλίο ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΝΟΜΠΕΛ του Κ. Αρκουδέα
Του Στρατή Μολίνου
Συμβαίνει
τους τρεις τελευταίους μήνες της χρονιάς να εμφανίζονται άνθη που από χρόνια
έχουν αποκτήσει κάποιο συμβολισμό και ταυτίζονται με τον αντίστοιχο μήνα που τα
φιλοξενεί. Σαν να δίνουν μιαν υπόσχεση με το χρόνο και τούτη η συνάντηση
τηρείται με ακρίβεια. Υπάρχει η
εξήγηση: Η νομοτέλεια της φύσης. Αλάνθαστοι οι νόμοι της.
Κάθε
Οκτώβριο, λοιπόν, εμφανίζονται τα χρυσάνθεμα, τα ομολογουμένως εντυπωσιακά
λουλούδια. Ο κόσμος τα λέει Αγιοδημητριάτικα και η βοτανική επιστήμη τα
κατατάσσει στο γένος chrysanthemum. Μαρτυρείται ότι υπάρχουν πολλές δεκάδες είδη, γύρω
στα εκατόν ογδόντα. Πατρίδα τους θεωρείται η Ιαπωνία, η χώρα των Χρυσανθέμων
όπως αλλιώτικα είναι γνωστή και το χρυσάνθεμο λένε είναι το έμβλημα του
κράτους. Από εκεί, το έτος 1764 πρωτοήρθε στον τόπο μας το χρυσάνθεμο το
λεγόμενο «σινικόν» και μεταλλάχθηκε σε πολλές ποικιλίες. Τρεις απ’ αυτές
θεωρούνται πλέον καθαρά ελληνικές.
Τα
χρυσάνθεμα για τη ομορφιά τους, για τη λαμπρότητά τους, για την εποχικότητά
τους, για πολλούς λόγους υμνήθηκαν. Ο ανεπανάληπτος εικαστικός Βίνσεντ φαν
Γκογκ χάρισε στην ανθρωπότητα εξαίσιους πίνακες με χρυσάνθεμα, ο Γάλλος
συγγραφέας Πιερ Λοτί το 1887 έγραψε το έργο «Κυρία Χρυσάνθεμο» με πολλές
ομοιότητες με την υπόθεση της «Μαντάμ Μπατερφλάϊ», ενώ στην παλιά λεσβιακή
εφημερίδα «Λέσβος» εμφανίζεται συχνά μία συνεργάτις με το ψευδώνυμο
Χρυσανθέμισσα.
Όταν πηγαίναμε στο δημοτικό η δασκάλα μάς είχε μάθει το παιδικό τραγουδάκι:
Με τ’ Αγίου Δημητρίου τη γιορτή την αγιασμένη
τα χρυσάνθεμα τριγύρω μάς γεμίζουν με χαρά.
Στη ζωή την πικραμένη και με βάσανα γεμάτη
τα χρυσάνθεμα χαρίζουν τόση χάρη κι ομορφιά.
Καμαρώστε την Αθήνα χρυσανθεμοστολισμένη
φωτισμένη από λουλούδια κι όταν είναι συννεφιά.
Το απλοϊκό
τούτο στιχούργημα δεν θα είχε τόση αξία αν δεν είχε γραφτεί την εποχή που η
Αθήνα είχε ζήσει τα «δεκεμβριανά» και ήδη είχε μπει στην πρώτη φάση του
«εμφυλίου» πολέμου και μεις... στην πρώτη δημοτικού. Εποχή να μη ξανάρθει. Η
«ζωή η πικραμένη» και η «συννεφιά» πέρα από το ποιητικό συνταίριασμα, χωρίς
άλλο, σηματοδοτούν και την ατμόσφαιρα εκείνης της ζοφερής περιόδου. Τα σεμνά
και ωραία χρυσάνθεμα όσο μπορούν, δίνουν τον τόνο κάποιας αίσθησης παρηγοριάς,
γίνονται αν μη τι άλλο, σύμβολο αισιοδοξίας!
Να λοιπόν
κάποιοι λόγοι που τα χρυσάνθεμα του Οκτώβρη έμειναν αθάνατα.
Στρατή σ' ευχαριστώ!
Εδώ και καιρό –δεν είναι μυστικό, άλλωστε– δεν είμαστε πια οι ίδιοι, όπως ήμασταν. Μήτε οι σχέσεις μας είναι ίδιες. Στην αδιανόητη, αργόσυρτη θολή κι αφύσικη εποχή που ζούμε, έχουμε απομακρυνθεί –ιδίως τώρα– περισσότερο απ’ όσο η απόσταση που μας χωρίζει.
Αυτή
είναι η εποχή μας.
Κάπου
έχουμε εγκλωβιστεί στην απομόνωση και στη μοναξιά μας. Μπορεί να
είμαστε πιο συνδεδεμένοι και ταυτόχρονα πιο μόνοι. Μπορεί να ανταλλάσσουμε ένα
σωρό μηνύματα με τις διαδικτυακές επαφές μας, αλλά μας λείπει αυτή η γλυκιά επαφή
με τα μάτια. Τα κοινωνικά δίκτυα, οι κάθε λογής οθόνες και τα καλώδια, μας έχουν επηρεάσει τόσο ώστε να έχουν γίνει πλέον η συντροφιά μας. Τα αφεντικά
μας.
Αυτή
είναι η εποχή μας.
Μπορεί να έχουμε περισσότερες πληροφορίες, αλλά μεγαλύτερη σύγχυση, περισσότερη ανοχή, λιγότερο σεβασμό, αλλά και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα. Κάποτε –και το πιστεύω– ήμασταν άτομα, τώρα δυστυχώς, είμαστε χρήστες… Αυτή είναι η εποχή μας, αυτό και το σύστημα που επιδιώκει να μας να μας κάνει να είμαστε ακριβώς αυτό: χρήστες και ακόλουθοι.
Γι’
αυτό, μια φορά στις τόσες, καλό θα είναι να γίνεται η απαραίτητη
αποσύνδεση έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κορεσμός του συστήματος. Χρειάζεται να
ξαναγίνουμε κανονικά άτομα.
Τι άλλο…
Να έχεις γαλήνη για να μπορείς ν’ απολαύσεις το καλό και δύναμη για ν’ αντιμετωπίσεις το οτιδήποτε μέλλει ν ’ρθει. Να μη σε σκιάζουν τα ζόρια της ζωής. Να ψάχνεις και να κρατάς τις καθημερινές όμορφες στιγμές. Όσο απλές, κι αν είναι. Μην αφήνεις να γλιστράει ούτε μια μέρα μες απ’ τα χέρια σου χωρίς να σε συνεπαίρνουν κάποια μικρά πράγματα: Ν’ απολαμβάνεις τον ήλιο. Την ανατολή και τη δύση του. Ένα λουλούδι, ένα κομμάτι ουρανού κι άλλο ένα θάλασσας. Άνοιξε πόρτες σε χώρους μαγικούς, διάλεξε τους καλύτερους στίχους για να διαβάζεις, την πιο όμορφη μουσική για ν’ ακούς και… να τα κοιτάζεις τα πιο γλυκά κι αθώα μάτια.
Τι άλλο…
Στην αμηχανία του χρόνου άδραξε αφορμές ν’ ονειρευτείς. Στη μοναξιά του εαυτού σου μη κλειστείς. Κράτησε μόνο λίγες στιγμές για τις γλυκές σου αναμνήσεις. Αυτές που απέκτησαν αξία μνήμης. Ξέχνα ό,τι σε πίκρανε. Στη θλίψη μην παραδοθείς. Κι αν χρειαστεί να κλάψεις καμιά φορά, μη κρατάς εκείνον τον κόμπο που σε πνίγει, Κλάψε. Κλάψε για κάτι που τ’ αξίζει. Για κείνους τους ανθρώπους που τώρα σου λείπουν. Που είχες την τύχη να τους έχεις κοντά και δίπλα σου. Και τώρα δεν υπάρχουν.
Τι άλλο…
Να έχεις τις απόψεις σου και να σέβεσαι τις απόψεις
των άλλων. Ποτέ μην προδώσεις «τα πιστεύω» σου. Υπάρχει κάθε στιγμή στις
άπειρες λεπτομέρειες, ας χρησιμέψουν σε κάτι. Η ζωή είναι αυτό που εμείς την
κάνουμε να είναι.
Τι άλλο...
Μέσα στη μελαγχολική γύμνια της εποχής που μας έλαχε να ζούμε είναι και κάποιες στιγμές που, θέλεις δε θέλεις, αδύνατο να αρνηθείς. Μήνες είχαν περάσει, αναβολή στην αναβολή, για κείνη τη φιλική σύναξη. Απρόσμενη η πρόσκληση. Θερμή η παράκληση. Και πώς να αρνηθείς;
Με τη φευγαλέα απροσδιόριστη αγωνία του φόβου να κυριαρχεί, το επιβεβλημένο πρωτόκολλο στη σκέψη και το ενδεχόμενο του τι θα συναντήσεις να απαιτεί μεγάλη προσοχή. Δέχτηκα να πάω.
Εντάξει, εφτά άτομα όλα κι όλα. Μέσα στα όρια. Οι μάσκες μπορεί να έκρυβαν το μισό πρόσωπο, ωστόσο ήταν εμφανή κάποια άλλα σημάδια. Ήταν η περίπτωση; Ήταν οι τόσοι μήνες; Δεν ξέρω, πάντως με την πρώτη ματιά διέκρινα στους φίλους μου το πέρασμα του χρόνου. Σε μερικούς ανελέητο. Σε άλλους κάπως φιλικό. Υποθέτω πως το ξάφνιασμά μου δεν έγινε αντιληπτό. Ποτέ δε είχα ανάγκη, τόση όσο τώρα, έναν καθρέφτη –δεν έχω τέτοιες αγωνίες–να κοιταχτώ. Να δω και να συγκρίνω και τα δικά μου σημάδια. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έντονα ένα βαθύ και μυστήριο συναίσθημα: πώς γίνεται –σε τόσο λίγο διάστημα που είχαμε να ιδωθούμε– να χάνεται το οικείο της νιότης… Κατά τα άλλα ήταν μια όμορφη βραδιά. Μας έλειπε. Μας λείπει…
Σε
κάτι απόμακρα και ξεχασμένα χωριά συναντάς τα πιο φωτεινά χαμόγελα. Τις πιο
όμορφες γιαγιάδες και τους πιο καλοσυνάτους γέροντες. Στο
πρόσωπό τους ζωγραφισμένες οι αυλακιές απ’ τα χρόνια. Στα μάτια τους ο καημός
για το χρόνο που τρέχει... Σκληρός ο χρόνος, καταφερτζής, τους άρπαξε αυτό που
ήθελε. Συνήθως τα καλοκαίρια τους βλέπεις να κάθονται –σα να πιάνουν στασίδι– και να λιάζονται στα ασπρισμένα πεζούλια τους. Έχουν
μια γλύκα, μια ετοιμότητα στο λόγο τους. Τους ακούς να μιλάνε και μορφώνεσαι.
Ώρες μπορώ να κάθομαι μαζί τους.
Συνήθειά μου, όταν είμαι στο νησί να πηγαίνω, κάποια πρωινά, για βόλτα σε κάτι μικρά χωριά της βόρειας Λέσβου. Στην Άργενο, στη Λαφιώνα, στο Πετρί, στο Βαφειό. Στην Άργενο λοιπόν μια μέρα, τους βρήκα να κάθονται στ’ ασβεστωμένο κατώφλι τους. Εκείνη κι εκείνος. Ένα ζευγαράκι αιώνιο. Η γιαγιά παιδεύεται μ’ ένα ασύρματο τηλέφωνο στο χέρι. Θα λαχταρούσε να τηλεφωνήσει σε κάποιον, υποθέτω… Έτυχε να περνάω, με βλέπει, ξεθαρρεύει και μου φωνάζει: «Έλα γιόκα μ’, να μ’ πάρ’ς έν’ αριθμό. Δε καλουβλέπου πια…». «Ευχαρίστως να σας βοηθήσω», αποκρίθηκα και πήρα το χαρτάκι που είχε γραμμένο τον αριθμό. «Κάτσι, μη φύγ’ς, να σι τρατάρου κατιτίς». «Δε φτιάχνς κάνα καφέ για του πιδί; Άντι, φτιάξει κι για μένα». Πρόσταξε εκείνος και συμπλήρωσε: «Γλυκούλικους η θκος μ’». «Να δούμε πού θα φταξ του ζάχαρου σ’, κακουμοίρη μ’…», γύρισε και του είπε ε. «Ας του απάνου μ’»… της απαντάει εκείνος κοφτά. Και μου ’κλεισε το μάτι.
«Ας του απάνου μ’»… Τι μου θύμισε τώρα τούτο… Μια παλιά
ιστορία, από ένα χρονογράφημα του αλησμόνητου Φρέντυ Γερμανού. Θα ’ταν το ’91, αν θυμάμαι. Καλεσμένη στην εκπομπή
του η Μελίνα. Η διάγνωση για τη
μετάσταση της αρρώστιας της ήταν ήδη γνωστή. Στο στούντιο και μια γιαγιά από
την Κοκκινιά, με κάτασπρα μαλλιά και ροζ μάγουλα. Είχε μαζί της ένα εικόνισμα
της Παναγιάς για να το χαρίσει στη Μελίνα. «Αυτό με φύλαξε εμένα τότε. Στη
Μικρά Ασία. Το κρατούσα όλα αυτά τα χρόνια. Στο δίνω για να φυλάξει τώρα και
σένα». Η Μελίνα τη φίλησε στο μάγουλο και της είπε: «Έχεις μάγουλα παιδιού, το ξέρεις;». Και η γιαγιά σεμνά-σεμνά της
απάντησε: «Εντάξει είμαι». Εντάξει
ήταν. Κι ας είχε περάσει από οδύσσειες και από προσφυγές, από καμένες Σμύρνες
κι από καμένα χωριά. Κι ύστερα από άλλες περιπέτειες στην Κοκκινιά. Φτώχεια,
παράγκες και εμφύλιους. «Το δέρμα σου
είναι σαν δέρμα μωρού. Γιατί αφήνεις άσπρα τα μαλλιά σου;». «Να τα βάψω;», ρώτησε διστακτικά η γιαγιά.
«Να τα βάψεις!». «Και τι θα πει η γειτονιά;». «Δεν είμαστε καλά!» (ξύπνησε η γνώριμη,
φλογερή Μελίνα). «Εδώ δε φοβήθηκες τους
Τούρκους και θα φοβηθείς τη γειτονιά; Να τα βάψεις»! «Ξέρεις κανέναν καλό;», ρώτησε εμπιστευτικά η γιαγιά. «Ξέρω!», τη βεβαίωσε η Μελίνα. «Θα στον
βρω εγώ. Ας το επάνω μου». Η γιαγιά ήθελε να βάψει τα μαλλιά της, αλλά ήθελε
έναν καλό που δε θα άλλαζε απότομα το χρώμα και… φανεί στη γειτονιά. «Ας το επάνω μου»! Πόσοι άνθρωποι,
αλήθεια, λαχταράνε μια τέτοια απλή –ανδρική ως συνήθως– φράση; Πόσο αλλάζει ο
ορίζοντας με ένα σκέτο «ας το επάνω μου»!
Κι ο Φρέντυ που, εν τω μεταξύ σκεπτόταν πώς δυο ώρες εγγραφής
έπρεπε να γίνουν 52 λεπτά εκπομπής, αναγκάζεται να τις διακόψει: «Κυρίες μου, κάπου εδώ πρέπει να σταματήσουμε».
Και η γιαγιά απτόητη, γυρίζει και του λέει: «Άντε στο καλό. Εμείς θα μείνουμε. Έχουμε, ακόμα να πούμε μερικά με την
κοπέλα εδώ». Κι έσκασαν στα γέλια.
Δυο απίθανες, γελαστές Ελληνίδες. Η μια βγαλμένη από τα
βελούδα και τα μετάξια των Μερκούρηδων και η άλλη ζυμωμένη στο αίμα και στη
φωτιά της προσφυγιάς. Τόσο διαφορετικές και την ίδια ώρα τόσο ίδιες. Τόσο ίδιες
στο γέλιο, στην περηφάνια, στην απλότητα, στη λεβεντιά!
Είναι
κάτι άνθρωποι, «μπορεί να ’ναι
αγράμματοι, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί. Απαλοί, χωρίς γωνίες που
κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει».
«Μεταξωτοί άνθρωποι». Όπως τους
αποκαλούσε ο ποιητής Νίκος Καρούζος.
* Τούτο το κείμενό μου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 18/9/2012 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Λέσβου. Το αναδημοσίευσε στις 10/1/2013 ο καλός μου φίλος («και μακρινός ξάδερφος») Γιώργος Βαρβάκης στο ιστολόγιό του «Μπάλος». Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Νέας Υόρκης στις 5/3/2014 και πρόσφατα στο Περιοδικό ΑΙΟΛΙΔΑ, Τεύχος 76 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2020). Ύστερα από τόσα χρόνια, το διαβάζω ξανά και... πιστέψτε με, δίχως ίχνος αλαζονείας, το λάτρεψα! Και σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσε να λείπει κι από εδώ.
Στράτος Δουκάκης
Ξημέρωσε με ψυχρούλα σήμερα. Η μέρα ξαποσταίνει «διχασμένη» ανάμεσα στη συννεφιά και τη λιακάδα. Να ‘ναι το αποτελείωμα του καλοκαιριού; Άντε να βγάλεις άκρη. Η φύση με τα χούγια της! Το φθινόπωρο φαίνεται να ετοιμάζει τα μπαγκάζια του. Χρόνια τώρα ο ίδιος ατέρμονος κύκλος –αναπαμό δεν έχει– το καλοκαίρι να φεύγει και το φθινόπωρο να ’ρχεται.
Ο κόσμος να χαλάσει,
όταν το σύμπαν συνωμοτεί και… συνδυάζει τα ασύνδετα, αφήνεις τις ώρες να κυλάνε, και… να μιλάνε με τις
σκέψεις που εσύ πας να πνίξεις. Όλα τα ασύνδετα κάποτε συνδέονται και εξηγούνται!
Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος. Φτάνει μια απόφαση κι εγώ το
τόλμησα. Ξεφύλλισα και πάλι τις σημειώσεις μου. Ένα σωρό από υπέροχα τίποτα συν χίλια παραπάνω… Κι «έπαιξα» μαζί τους
Σ’ αμήχανες
στιγμές, λοιπόν και σε πείσμα του χρόνου –μετράει και το
αυθόρμητο της στιγμής– «βουτάω» σ’
αυτές και «συμφιλιώνω» εικόνα με λόγο. Σαν σμίξουν κι ενωθούν –αρκεί να τα
ταιριάξεις με κάτι δικό σου– και μ' άλλα κομματιασμένα σε παρασέρνουν. Κι απλά
σου γίνεται χόμπι. Λίγο το ’χεις;
Ιδού:
Ως ένας ανυποψίαστος έφηβος τότε –μιλάω για πολλά χρόνια πίσω– έφτασα στη μακρινή κι εξωτική Βενεζουέλα ανακαλύπτοντας έναν άγνωστο κόσμο. Ήταν φυσικό και επόμενο να έρθω αντιμέτωπος με τη νέα μου καθημερινότητα, με τα όσα συνέβαιναν, τα θετικά και τα αρνητικά εκείνης της χώρας. Εκείνου του του κόσμου. Τα δέχτηκα, τα αφομοίωσα. Έγινε ο τόπος μου όπου βλάστησαν τα εφηβικά μου χρόνια όπου, σε μια αφθονία δίχως τέλος, άρχισα να ξεφυλλίζω τα φλογερά όνειρα της νιότης μου.
Εν τω μεταξύ, ας μην
το ξεχνάμε, είχα αφήσει πίσω την Ελλάδα, την πατρίδα που με γέννησε και μ'
ανάστησε και ήταν επόμενο η καρδιά μου να περιφερόταν και γύρω από αυτήν. Όπου
κι αν πήγαινα, όπου κι αν στεκόμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η Ελλάδα ήταν μέσα μου.
Παρούσα! Τη μύριζα, την άγγιζα την οραματιζόμουν κι όσο έμπαινε μέσα μου
τόσο περισσότερο παθιαζόμουν. Το όνομά της και μόνο έφερνε ολόγυρά
μου το φως της, το γαλάζιο της, το λεπταίσθητο θρόισμα του αγέρα και της αύρας
της. Όλα τα κρατούσα επάνω μου, όπως θα κρατούσα στα χείλη μου, ένα κλωνάρι γιασεμί
ή βασιλικό κι είχα την ευωδιά τους.
Η ζωή μας, βλέπετε,
είναι καμωμένη από καιρούς και χρόνια που, από τη μία στιγμή στην άλλη,
όσο μεγαλώνουμε τόσο μας ξεσηκώνουν. Η δική μου ξετυλίχτηκε πάνω σε δυο
παράλληλους κόσμους, σε δυο παράλληλες διαδρομές. Σε δυο παράλληλες ράγες
τρένου κύλησε το ταξίδι της ζωής μου.
Ήταν άλλες εποχές τότε, πιο ισορροπημένες, δεν αντιλέγω. Τώρα έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Γενικά. Πέρα από τις δυσκολίες που ζει τώρα και ανεξάρτητα από το πόσο απαισιόδοξη μπορεί να δείχνει, δεν παύει να είναι και να παραμένει για όλους την έζησαν αξέχαστη!
Επιμύθιο:
Κανένα μέρος του
κόσμου δεν αξίζει, άμα δεν βάλεις μέσα στην ιστορία σου τους ανθρώπους του, τα
αισθήματα, τα γεγονότα που έζησες και κάθε φορά, ανακαλώντας τα στη μνήμη,
ξεπηδούν και σωριάζονται σαν φωτογραφίες που αρνούνται να ξεθωριάσουν. Αυτά έζησα, μου ανήκουν,
είναι η ζωή που έχω να θυμάμαι. Γι’ αυτό κι εγώ επανέρχομαι συχνά και σας
παιδεύω… Γιατί κοιτάζοντας πίσω όλα αυτά τα χρόνια μου φαίνονται τα πιο ωραία! Γι’
αυτό θα την λατρεύω και θα την λατρεύω εσαεί, είτε αυθόρμητα είτε –το
πιθανότερο– νοσταλγώντας την! Επειδή υπήρξε και επειδή η ξενιτιά την
έκανε δεύτερη πατρίδα μου.