Η καλή μου φίλη, η Αγράμπελη του Βορρά (από την πανέμορφη Καστοριά) με εξέπληξε σήμερα με την ανάρτησή Ταξίδι στην Μυτιλήνη, στο ιστολόγιό της «Αν γινόμουν φωτογράφος»! Με πολύ ωραίες φωτογραφίες από το νησί (μου) και προ πάντων από τη φύση του. Και να ήταν μόνο αυτό; Όχι! Την ανάρτηση αυτή την αφιέρωσε στην αφεντιά μου!… Λόγω καταγωγής βέβαια.
Να όμως που οι εκπλήξεις δεν σταματάνε αφού και στο άλλο μπλογκ της, το «Αγράμπελη». «ξαναχτυπά» και σ’ αυτό με τον τίτλο: Ταξίδι στην Μυτιλήνη (και η αφράτη μαγείρισσα), το οποίο μου επέτρεψε να το αναδημοσιέψω, όπως θα διαβάσετε παρακάτω.
Ταξίδι στην Μυτιλήνη (και η αφράτη μαγείρισσα)
Με το που πιάσαμε το πόμολο να σπρώξουμε την καγκελόπορτα, έπιασε να μυρίζει η φλαμουριά με όλη της την δύναμη. Η όσφρηση λέει είναι μία πολύ ισχυρή αίσθηση που σε προδιαθέτει να αγαπήσεις ή να αρνηθείς. Εμείς ανασάναμε βαθειά και "γουργουρίζοντας" από την ευχαρίστηση που νοιώσαμε, προχωρήσαμε στο βάθος της αυλής.
Η διάθεση, από την αρχή του ταξιδιού, ήταν καλόγνωμη και για τις τρεις μας και αποφασισμένη. «Θα περάσουμε καλά στο νησί, γιατί μας αξίζει». Εύκολα μας κέρδισε η ξεχασμένη από τον χρόνο, πίσω αυλή της μονής. Ένα ξύλινο τραπέζι φαγωμένο από την βροχή, και τον ήλιο κάτω από μία θεόρατη καρυδιά. Το ίδιο και οι πάγκοι του. Θάμνοι με άγνωστα σε εμάς λουλούδια βάφανε με χρώματα φούξια κίτρινα και πορτοκαλί το πράσινο που κυριαρχούσε. Άπλωσα το χέρι μου και έκοψα ρείκια· ήταν ώριμα και μυρωδάτα, γλυκάθηκα από την άμεση επαφή μου με την φύση, γαλήνεψε η ψυχή μου. «Νομίζω πως βρίσκομαι σε παραμύθι», ομολόγησα στην παρέα μου.
«Θέλουμε καφέ και λουκουμάδες Αγράμπελη» με προσγειώσανε τα γέλια των κοριτσιών στην επιθυμία του απογεύματος που αποχαιρετούσε την μέρα. «Θα φάμε και λουκουμάδες», αντιγύρισα με πεποίθηση και σιγουριά, από αυτήν την ίδια σιγουριά που λένε πως γίνονται τα θαύματα.
Και έτσι, πες-πες, σε εκείνη την αυλή την τριγυρισμένη από αμέτρητες εκκλησίες και μέσα στην σιωπή του Λεσβιακού σούρουπου, στο μαυρισμένο από τον χρόνο τραπέζι και την αίσθηση του παραμυθιού μέσα μας, νομίζω πως φάγαμε τους πιο νόστιμους λουκουμάδες της ζωής μας, ζεστούς και μυρωδάτους, που μας τους πρόσφερε η πιο απροσδόκητη και καλοδεχούμενη παρουσία. Μία αφράτη και χαμογελαστή, κοκκινομάγουλη και με άσπρη ποδιά μαγείρισσα, πλάσμα της φαντασίας μας, από αυτά που σου χαρίζονται και σου χαρίζουν ό,τι θες…
Φύγαμε πλήρεις, την ώρα που έπεφταν οι σκιές, έχοντας μέσα μας μια αβεβαιότητα που έμοιαζε απολύτως με βεβαιότητα για όσα νοιώσαμε ετούτο το θαυμάσιο απόγευμα. Το άρωμα της φλαμουριάς καθώς διαβαίναμε την θεόρατη καγκελόπορτα μύριζε ήδη νοσταλγία. Κόψαμε ένα κλαράκι της και σιωπηλές αλλά γεμάτες θαυμασμό πήραμε τον δρόμο της επιστροφής…
(Αφιερωμένο. Στην παρέα της Μυτιλήνης)
Ντίνα, σ’ ευχαριστώ!