Άλλοτε οι πολιτικοί μας
διάβαζαν πολύ. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο γέρος της δημοκρατίας, τον τελευταίο
χειμώνα της ζωής του, διαβάζει Σικελιανό και Καβάφη. Γύρω από το σπίτι του στο
Καστρί, ο κήπος, τότε, ήταν γεμάτος από χωροφύλακες: «Τριαντάφυλλα και χωροφύλακες!» είχε πει σ’ έναν ξένο δημοσιογράφο,
δείχνοντας το θέαμα που έβλεπε από το παράθυρό του. Κι ανάμεσα στα αγκάθια του
κήπου του, ο αδιόρθωτος γερο-ρομαντικός διάβαζε ποίηση. Αυτή ήταν το τελευταίο
σπαθί του – η τελευταία του πανοπλία.
Παλιότερα, είχαμε το
γερο-Βενιζέλο, εξόριστο στο Παρίσι να μεταφράζει Θουκιδίδη. Ώρες ολόκληρες, ο
νικημένος πρωθυπουργός έσκυβε πάνω από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ψάχνοντας
ίσως εκεί να βρει την απάντηση γιατί είχε χάσει το δικό του πόλεμο.
Κι ακόμα πιο πίσω, τον
περασμένο αιώνα, είχαμε το γερο-Τρικούπη να διαβάζει Γκαίτε. Και μάλιστα, το
απόγευμα της μέρας που θα έχανε τις τελευταίες εκλογές της ζωής του: Ήταν, λέει,
στο μπαλκόνι του σπιτιού του, στο Μεσολόγγι και σημείωνε παρατηρήσεις στο
περιθώριο του «Φάουστ»! Αντί να βρίσκεται στο εκλογικό του κέντρο, αντί να
περιμένει εκεί τα αποτελέσματα, αντί να σκύβει πάνω από τα κομπιούτερ της εποχής
του και να μετράει πόσα κουκιά κέρδισε και πόσα έχασε, έκανε αυτό το παρανοϊκό
πράμα: Διάβαζε «Φάουστ»!
Απίστευτα πράγματα για
μας, τους Νεοέλληνες του σήμερα.
Όχι. Δεν είμαι από αυτούς
που πιστεύουν στο μύθο των παλιών καλών καιρών. Ήταν, ίσως, το ίδιο κακοί με τους
σημερινούς – σε μερικά πράματα, ίσως, να ’ταν και χειρότεροι.
* Απόσπασμα από χρονογράφημα «Ο κύκλος των χαμένων ηγετών»
του Φρέντυ Γερμανού / Ελευθεροτυπία,
Σάββατο 30 Νοεμβρίου 1991