Σε μέρες καραντίνας, εγκλεισμού,
ακινησίας και χαρακωμάτων, ανοίγεις το παράθυρο κι έξω, σε μια ηλιόλουστη ημέρα,
σεργιανίζει απτόητη η άνοιξη. Ανοιχτή η πρό(σ)κληση να βγεις για να την συναντήσεις
καταπώς ετάχθη από τη φύση. Στην κανονικότητά της! Η φύση πάντα θα επιμένει,
χωρίς να βιάζεται, θα συνεχίσει να υπάρχει και… χωρίς εμάς. Η απλοχεριά της ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Χρώματα χαράς, χρώματα αισιοδοξίας, χρώματα της
ελληνικής άνοιξης συνηγορούν για ν’ αναδείξουν την ομορφιά ετούτη! Της
γεωμορφολογίας την αβάσταχτη ομορφιά! Με ολίγη παράφραση –δεν το ’λενε έτσι ακριβώς, αλλά
τέλος πάντων…– ψιθυρίζω: «Θεέ μου πόσο
χρώμα ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε…»! Πού
τελειώνουν, Θεέ μου, τα χρώματα;
Κι ύστερα από όλο αυτό, μου λέτε πώς
γίνεται εγώ να συναινέσω και να χάσω τέτοιο θέαμα; Οπότε, σαν τον Μεγάλο
Κρητικό μαζεύω τα σύνεργά μου: κάμερα, φακούς και… βεβαίως τη «βεβαίωση κατ’
εξαίρεση μετακίνησης πολιτών» –φυλάγοντας τα ρούχα και τα νώτα μου– και ξαμολιέμαι
στο βουνό, προκειμένου να φωτογραφίσω, για ακόμα
μία φορά, το αυτονόητο: ό,τι και –κυρίως– όσα
θέλω… Η ομορφιά, άλλωστε, δεν ανήκει σε κανέναν! Στήνεται προκλητικά μπροστά
σου αναζητώντας την αιωνιότητα.
Έχει απίστευτη δύναμη η εικόνα όταν
την προσφέρεις με την καρδιά σου.
Χαρισμένες!