Διαχρονική
υπόθεση. Να ξαποσταίνεις ανάμεσα σε μουσικές και βιβλία. Κι εν τω μεταξύ να
νοιάζεσαι μη και δραπετεύσουν οι στιγμές που κυριεύουν το νου και ξεστρατίσουν
οι μνήμες. Αφήνεις ακόμη και τη σκόνη που ’ναι καθισμένη πάνω τους, χρόνια
τώρα, να παραμένει εκεί, δίχως καν να σ’ ενοχλεί.
Κοντεύουν
μεσάνυχτα. Κοντεύουν κι οι μικρές ώρες που πάντα φέρνουν μεγάλες νύχτες. Και η
κασέτα γυρίζει. Τραγούδια σε κασέτες γραμμένα. Τραγούδια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Επιλεγμένα από τότε που σ’ έκαναν
συντροφιά. Αυτό κάνουν και τώρα. Και το μυαλό σ’ αυτά που ξέρει να κάνει κάτι
τέτοιες ώρες. Να «ταξιδεύει». Με κάθε μουσική, με κάθε στίχο. Ν’ ακούει και να
ζυγίζει. Να συγκρίνει –συνειδητά ή ασυνείδητα– το «τότε»
με το «τώρα». Παρότι ξεθωριασμένη η θύμηση επιμένει ολοένα να φέρνει πίσω εκείνα τα βράδια με το λίγο φως.
Η μουσική και το τραγούδι δένουν με τη ζωή σου. Αλήθεια,
πώς γίνεται αυτό; Στίχοι που τους ακούς από φωνή άλλου κι είναι σα να ’ταν
δικοί σου. Μικρά ρεφρέν που έρχονται και δένουν με τα δικά σου. Και όχι μόνο
αλλά υπονοούν
περισσότερα απ’ όσα λένε. Η
ευαισθησία που εκπέμπουν γίνεται και δική σου.
Γράφουν χρόνια, έρωτες, λύπες,
χαρές, ανάγκες, στεναγμούς και… ιστορίες κρυφών
ανθρώπινων παθών και πόθων. Η κασέτα γυρίζει, σταματημό δεν έχουν τα
τραγούδια. Το ίδιο και τα συναισθήματα σε κάτι τέτοιες μικρές ώρες που κάνουν
τις νύχτες μεγάλες, ατέλειωτες.