Η Μήθυμνα –ή αν θέλετε ο Μόλυβος– είναι η πατρίδα μου.
Εκεί έχω χιλιάδες
μικρά πράγματα να θυμηθώ,
παιδικές μνήμες που με
συνδέουν μαζί της.
Θα ήθελα –πάντα ήθελα– να είναι το αγκυροβόλιό μου…
Τα καλοκαίρια κοντά
της –όσα μπορώ βέβαια– απολαμβάνω κάθε μέρα και πιο πολύ
το αναντικατάστατο, το μοναδικό της φως.
Το ρουφάω με
ευγνωμοσύνη.
Το χαίρομαι όσο
τίποτα!
Το σπιτάκι μου
Δυο παράθυρα, δεξιά κι αριστερά της πόρτας που ’ναι στη
μέση.
Ένα μικρό σκεπαστό για… προστασία.
Ένα πλατύσκαλο, μη θαρρείτε μια... στάλα είναι, για χρήση... δήθεν βεράντας.
Άμεση επαφή με το δρόμο· τον κόσμο...
Με το που ανοίγω την πόρτα αντικρίζω το γαλάζιο που
απλώνεται μπροστά μου.
Κι αμέσως ξεχνώ ό,τι γκρίζο έχει συσσωρευτεί μέσα μου.
Το ακρογιάλι μου
Όταν
αφήνομαι στη διάθεση του καιρού,
ο
δρόμος μου με πηγαίνει σ’ εκείνη την ακρογιαλιά που έπαιζα μωρό.
Αναμφίβολα ένας παραδεισένιος τόπος για ένα
παιδί τότε.
Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, αν πράγματι έζησα σ' αυτό τον
ιδανικό τόπο.
Ήταν μια αξέχαστη ειδυλλιακή εποχή. Τότε.
Εκεί βρίσκει την ησυχία της η συνείδησή μου, εκεί
τη βρίσκω κι εγώ.
Σ’ αυτή βολεύεται η ψυχή μου!
Η γειτονιά μου η παλιά
Συχνά –το ’χω ανάγκη–
ανηφορίζω προς την παλιά μου γειτονιά .
Φέρνω στο νου ό,τι
έζησα κι όπως το θυμάμαι.
Με… τα μάτια εκείνης
της ηλικίας.
Ψάχνω να βρω αυτό το
άδειο που άφησα.
Τις απουσίες…
Λατρεύω ό,τι με
ξανακάνει παιδί.
Είμαι βέβαιος πως γι’
αυτό πάω. Πάω για να μυρίσω… παιδί!
Τραβώντας μια
ακόμη χαρακιά θύμησης στη ζωή μου.
Κι ό,τι χάθηκε…
Είναι κάποιες φορές που αναπολώ εκείνα τα χρόνια, που τότε μας
γοήτευαν.
Μας γλύκαιναν νου και καρδιά.
Τώρα έχουν χαθεί δεν μας γοητεύουν τόσο
όσο κι αν κάνουμε χώρο στην καρδιά μας…
Κι αυτό το λίγο που απόμεινε,
πόσο τεράστιο φαντάζει στη φαντασία μας…
Ένας φίλος, ο Αριστείδης, μου έλεγε, τις προάλλες:
«Οι πέτρες μας δένουν πλέον
κι όχι τόσο οι άνθρωποι». Δυστυχώς…
Αλλά
τι τα θες… άλλες
εποχές, τότε, άλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη… γενικώς!