Σ’ εκείνες τις εκκλησίες των παιδικών μου χρόνων ταξιδεύει ο νους, όπου όλα ήταν λυπημένα κι όλα έλαμπαν! Όπου τα καντήλια έκαιγαν με λάδι, τα ταπεινά κεριά της «δραχμής» δεν είχαν σχέση με τις διακοσμητικές λαμπάδες του σήμερα. Και το λιβάνι… μοσχομύριζε!
Στην εκκλησιά της ενορίας μας, που φάνταζε στα μάτια μας τόσο επιβλητική, πηγαίναμε αναζητώντας… λίγο φως. Η αίσθηση του δράματος και του πένθους συνυπήρχαν ταυτόχρονα με το συναίσθημα αγαλλίασης στην προσμονή της προεξέχουσας, μοναδικής γιορτής. Του Πάσχα!
Ο καθένας προσδοκά μια επιστροφή που την ονειροπολεί με το δικό του τρόπο. Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή, πριν 10 χρόνια στο χωριό μου…
Βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Η εκκλησία κατάμεστη από κόσμο, ο παπάς στη ωραία Πύλη διαβάζει το πέμπτο κατά Ματθαίου Ευαγγέλιο.
Σε λίγο όλα τα φώτα σβήνουν κι απ’ το βάθος του Ιερού, κάτω απ’ το φως των κεριών, ακούγεται η πένθιμη, σχεδόν θρηνώδης φωνή του ιερέα: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας...».
Εμφανίζεται με τον σταυρό στα χέρια. Το επαναλαμβάνει ένας καλλίφωνος ψάλτης, διαδοχικά. «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων Βασιλεύς...». Φορτισμένες στιγμές. Ένα πυκνό νέφος από λιβάνι με τυλίγει, σκύβω το κεφάλι και προσεύχομαι, ο ιερέας με πλησιάζει, περνάει από μπροστά μου, κι αμέσως προσηλώνω το βλέμμα στο ακάνθινο στεφάνι του Ναζωραίου. Τοποθετούν τον σταυρό στο μέσον της εκκλησιάς. Εκεί θα μείνει ο Εσταυρωμένος μέχρι την αποκαθήλωσή του το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής για να τον αποθέσουν στον στολισμένο, από τα κορίτσια, με πανέμορφα λουλούδια επιτάφιο. Συνήθειες και έθιμα που άφησαν οι μάνες τους και τα «στηρίζουν» τώρα εκείνες. Τα ίδια κορίτσια, μαυροφορεμένα, το βράδυ ψάλλουν τα Εγκώμια: «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ...». Στα μανουάλια και στα χέρια των πιστών κεριά, μικρά, ταπεινά να σιγοκαίνε... «Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην...». Η μεθυστική μυρωδιά του λιβανιού κυριεύει τις αισθήσεις. «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη Ταφή σου προσφέρουσι Χριστέ μου». Η συνείδηση απόθεσε το κουράγιο της, ένας κόμπος τώρα ανεβαίνει και σταματάει στο λαιμό. «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου Τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;». Οι γλυκές τούτες μελωδίες δίνουν μια άλλη διάσταση. Κάνουν την καρδιά να σκιρτά «Ω φως των οφθαλμών μου...». Αποπνέουν δέος, κατάνυξη, η ψυχή ξαποσταίνει κι εσύ μένεις να ψάχνεις τον μελωδό. Κατόπι η περιφορά στα σοκάκια ένα γλυκό και δροσερό αεράκι χτυπάει τα πρόσωπα, όλοι προσπαθούν να μην σβήσουν τα κεριά που λιώνουν στα χέρια. Βήματα σιγανά, είναι σαν περίπατος στ’ άχρονο, θαρρείς, και το διαρκές. Μάταια προσπαθείς ν’ αφουγκραστείς τη σκέψη του διπλανού σου. Η νύχτα αβάσταχτα γλυκιά. Καταλαγιάζει η λύπη, προσδοκώντας την αυριανή ημέρα της Ανάστασης.
* Απόσπασμα από το «Εαρινό προσκύνημα στη γενέθλια γη»
Μηθυμναίος