Ποτέ δεν απαλλάχτηκα, όπως κι άλλοι νομίζω, από το αίσθημα μελαγχολίας που αποπνέουν τα απογεύματα της Κυριακής. Πάντα είχα μια σχέση βαρυθυμίας με αυτά. Μάλλον κατάλοιπο των σχολικών χρόνων θα είναι, υποθέτω.
Παρότι η Κυριακή είναι μια ημέρα γεμάτη χαρά, προερχόμενη από μια εξίσου ξένοιαστη κι εύθυμη, όπως είναι το Σάββατο, όμως, καθώς φτάνει το απόγευμα, μια ανεξήγητη ψυχική διάθεση κάνει την εμφάνισή της και σε συνεπαίρνει. Η θλίψη, υποθέτω, θα πρέπει να είναι σύμφυτη με τη χαρά διότι, ενώ τίποτα δεν προμηνύεται άσχημο, ξαφνικά η διάθεση από χαλαρή κι ανέμελη –καθώς περνάει η ώρα– μετατρέπεται σε αγχώδη.
Οι Κυριακές περνούν και φεύγουν, μα κάποια πράγματα παραμένουν στη μνήμη ζωντανά και ανεξίτηλα να θυμίζουν τη χαμένη ζωή μας. Λίγες είναι οι φορές που μπορεί να θυμάμαι μια Κυριακή –με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο– δηλαδή ολόκληρη, να ’ναι γεμάτη χαρά. Πάντα μισογεμάτη τη θυμάμαι. Απ’ το μισό και μετά φορτωμένη μελαγχολία. Πάντα κομμένη στα δυο την έχω στο μυαλό μου. Με ξένοιαστο πρωί και σκυθρωπό –με γλυκόπικρη γεύση– απόγευμα. Όλο αυτό, δημιουργούσε αυτόματα στο μυαλό ένα μείγμα άγχους, αγωνίας και μελαγχολίας. Ίσως να ήταν η συνείδηση ή η υπενθύμιση ενός τέλους με τη σκέψη ότι κάτι όμορφο τελείωνε και μια συνηθισμένη και μονότονη Δευτέρα θα ξημέρωνε.
Ένα εντελώς αντίθετο συναίσθημα απ’ αυτό της Παρασκευής, όπου νιώθεις χαρούμενος, ευδιάθετος, αισιόδοξος, κεφάτος και άκρως προετοιμασμένος να απολαύσεις όλες τις χαρές του Σαββατοκύριακου! Κι όσο αρχίζει να κλείνει προς το σούρουπο η Παρασκευή τόσο και πιο πολύ αυτό γίνεται περισσότερο αισθητό. Η καλή διάθεση κορυφώνεται και φουντώνει, για να δικαιωθεί και η φράση: «Τhank God Ιt΄s Friday», δηλαδή Δόξα τω Θεώ, είναι Παρασκευή, που λένε και οι Αμερικάνοι.
Καθώς λοιπόν, νιώθεις να φεύγει και να γέρνει προς το τέλος της η μέρα και οι στιγμές χαλάρωσης να τελειώνουν, αισθάνεσαι ξαφνικά όλα να χάνονται μ’ έναν αργό ρυθμό. Μια τρομαγμένη απορία θλίψης μένει μετέωρη στο περιβάλλον, με διάθεση να διαφυλάξει ίσως το πιο όμορφο διάλειμμα μιας συνηθισμένης μέρας. Μιας μέρας που ενώ κουβαλούσε τη ξενοιασιά, άξαφνα όλα αλλάζουν. Κάτι τέτοιες άδειες, γκρίζες κι αγχωμένες Κυριακές είναι που σου ’ρχονται στα χείλη οι στίχοι εκείνου του τραγουδιού που έλεγε: «πάει κι αυτή η Κυριακή και η χαρά μας πάει, ήτανε τόσο βιαστική όπως και κάθε Κυριακή, που πριν τη ζήσουμε περνάει...»* και κυριολεκτικά σε… σκοτώνει.
Τελικά μένει αυτό το περίεργο αίσθημα που στο τέλος γίνεται συνήθεια. Ίσως γιατί τις Κυριακές, σ’ αντίθεση με τις καθημερινές, έχεις την πολυτέλεια να βλέπεις το χρόνο να περνά. Ίσως αν δεν υπήρχε η αίσθηση του τέλους, ίσως αν δεν ξημέρωνε αυτή η συνηθισμένη και μονότονη Δευτέρα, να ήταν αλλιώς. Γι’ αυτό και το δειλινό της Κυριακής παίρνει μια άλλη μορφή.
Πάντα θα υπάρχουν στη ζωή μας τέτοια λυπημένα δειλινά να τα στοχάζεσαι. Πάντα, κατά παράδοξο τρόπο, θα επανέρχονται στο μυαλό μας, αρμαθιές οι νοσταλγίες –αναμνήσεις σαν χάδια– και θύμισες λειψές να σε βουτάνε απ’ το λαιμό και να σου διαλύουν μυαλό και ψυχή. Και τότε είναι που «η θλίψη κάνει πρόβα τα φορέματα και η αλήθεια λέει τα δικά της ψέματα», ακριβώς κάτι τέτοιες άδειες κι αγχωμένες Κυριακές, καθώς νυχτώνει...
*Το τραγούδι μου:
«Πάει κι αυτή η Κυριακη» Γιάννης Πουλόπουλος