Εκείνος
ξέρει καλά ποιος είναι και που πάει. Έχει ξεκάθαρες κουβέντες να πει. Δεν μπερδεύει τις λέξεις. Θα τον δεις να
ψαχουλεύει σύννεφα στον ουρανό, να τα στραγγίζει και… σταγόνα-σταγόνα να βγάζει
νοήματα. Ακούει με προσήλωση, πάθος και σεβασμό τον παραμικρό παλμό των
συναισθημάτων, αισθάνεται το «τρέμουλο» της καρδιάς του, ακτινογραφεί την ψυχή
του· κατασταλάζει και… σκαρώνει στίχους.
Στα ανείπωτα του κόσμου βάζει γλύκα, πάλλει τις χορδές του μυαλού και τα κάνει
τραγούδια, στοχασμούς, ποίηση και προσευχές. Ανιχνεύει, αφουγκράζεται,
εντοπίζει και ταξινομεί, ανασκευάζει με πάθος και συντηρεί τα παράταιρα, τα
αφανέρωτα και τ’ ανερμήνευτα της ζωής και των ανθρώπων.
Δεν εκφράζει απλά τον εαυτό του, τον αναποδογυρίζει, τον ξεγυμνώνει! Το
μέσα το βγάζει έξω. Απλώνεται! Κάνει, ακόμη και τις υποδιαιρέσεις κάποιων
στιγμών να διαρκούν. Δεν χρειάζεται συστάσεις. Αυτά τον χαρακτηρίζουν. Αυτά, ή μάλλον αυτά, χρειάζομαι κι εγώ ν’ ακούω. Στα
λόγια του, θαρρείς και αρμενίζει το δικό σου εγώ. Σαν άνθρωπος τα λόγια αυτά τα
χρειάζομαι, σε ώρα ανάγκης να τα ενώνω με τα δικά μου –εδώ κι εκεί– κομματιασμένα,
τα ταπεινά κι ασήμαντα που κατά καιρούς, γράφω.
Απρόσμενο αντάμωμα μιας αλλιώτικης συνάντησης. Για κάποιο λόγο, όταν σοφές
φωνές γοητεύουν και μιλάνε στην καρδιά, εγώ κοντεύω, σκύβω, ακουμπώ
κι όσο μπορώ στριμώχνομαι σαν σε κρυψώνα κι
ακούω με προσοχή! Μια αίσθηση πληρότητας με κατακλύζει. Αλήθεια, πόσο πολύ αυτό
μπολιάζει τη σκέψη και προστατεύει –όπως το στρείδι το μαργαριτάρι του– μια εύθραυστη
ψυχή. Το κρίνω σκόπιμο και το σημειώνω μόνο και μόνο γιατί η ευαισθησία
της ψυχής πρέπει να προστατεύεται.
Παλιό
χούι μου, άλλωστε, να «κολλάω» στη σοφή μιλιά των άλλων, στο βλέμμα, στη
χαρακωμένη όψη τους. Το έχει απόλυτη ανάγκη η ψυχή μου.