Σίγουρα τον έκανες γύρω στα ογδόντα.
Τον πρόσεξα με το που μπήκα και κάθισα στο διπλανό τραπέζι του παραδοσιακού
καφενείου. Προσηλωμένος στο διάβασμα της εφημερίδας που είχε διάπλατη μπροστά
του. Ήταν, δίχως αμφιβολία, από εκείνους τους συμπαθητικούς τύπους που μόνο σε
κάτι τέτοια μέρη συναντάς. Πρόσεξα πως κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές προς το
μέρος μου, ίσως για να μου πάρει κουβέντα. Ποιος ξέρει… Το ίδιο, άλλωστε,
επιθυμούσα κι εγώ. Μα… δίσταζα, σεβόμενος μήπως και διαταράξω την ησυχία, τη
μοναξιά και το διάβασμά του… Πιστεύω πως η μοναξιά είναι κάστρο απόρθητο,
προπαντός σεβαστό, που δεν πρέπει να διαταράξεις.
Όταν η συννεφιά κάθεται πάνω στην
ψυχή σου και την ανταριάζει, μάλλον θα αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου. Αλλιώς δεν
γίνεται. Η μελαγχολία και το θλιμμένο μου ύφος φαντάζομαι να με πρόδωσαν, γιατί
κάποια στιγμή, σα να μονολογούσε, με φωνή που σχεδόν δεν έβγαινε, τον άκουσα να
λέει: «Εδώ είμαστε να μοιραζόμαστε καημούς…». Το είδα στα μάτια του,
απευθυνόταν σε μένα. Να η ευκαιρία. Τράβηξα την καρέκλα κοντά του. Μου ’ριξε
μια ματιά αναγνώρισης και… πάλι σιωπή. Δεν έπιασε φαίνεται η κίνησή μου κι αυτό
μ’ έκανε να αισθανθώ κάπως άβολα. «Θα
πιείτε ένα ούζο μαζί μου;» πρότεινα, έτσι για να σπάσει ο πάγος. Το
δέχτηκε.
Ήταν σα να γνωριζόμασταν από χρόνια,
σα να διάβασε ότι κάτι έτρωγε το μέσα μου. Πιάσαμε κουβέντα –κουβέντα ψυχής–
που κράτησε για ώρα. Άνοιξα την καρδιά μου, του ομολόγησα τις συννεφιές μου και…
λόγο το λόγο μ’ έκανε να τον κοιτάζω στα μάτια. Κι όσο τον κοίταζα –ακούγοντας
τις συμβουλές του– τόσο ένιωθα να μου φεύγει το γκρίζο της συννεφιάς μου. Κι εγώ ο ανήμπορος, το νόμιζα
αδύνατο.
Και να, τώρα κάθομαι κι ακούω έναν
υπέροχο γέροντα που με τα λόγια του δεν κοιμίζει το μυαλό μα αναποδογυρίζει τα
δεδομένα. Τι να τα κάνω όλα τ’ άλλα μπροστά σε μια τέτοια καθαρή σκέψη, σ’ ένα
τόσο σωστό λόγο, σε μια τόσο ανθρώπινη
συνείδηση. Δεν έχω συναντήσει, πιστέψτε με, πιο ανοιχτό μυαλό. Είναι απ’ τους
ανθρώπους που τους ακούς και πείθεσαι ότι έχουν δίκιο. Υπόσχεσαι την επόμενη
φορά που θα σε πιάσουν τα μαύρα, τη δική τους φωνή θα ακούς και όχι την
αγχωμένη τη δικιά σου. Έλα όμως που δεν την κρατάς την υπόσχεση όταν έρχεται η
επόμενη φορά…
Νιώθω ένα τίποτα, αυτό νιώθω. Έπρεπε
όμως να φύγω. Σηκώθηκα και του ’σφιξα το χέρι. Κρατώντας το, κοιτάζω ξανά και
ξανά το γερασμένο, ήρεμο πρόσωπο και προσπαθώ να διαβάσω τις ρυτίδες του.
Αυλάκια ζωής και γνώσης. Ξέρουν καλά τούτοι οι άνθρωποι να κάνουν το λίγο πολύ
και να παίρνουν δύναμη απ’ το τίποτα. Αυτή η λάμψη στα μάτια τους, ο λόγος, η
ανθρωπιά, οι συμβουλές που σου δίνουν, χέρι-χέρι με την σοφία και την γνώση, σε
προκαλούν ν' αγγίξεις τις ρυτίδες τους κι όχι το χέρι, κάτι να μείνει στα
ακροδάχτυλά σου.
Φεύγοντας, γύρισα να τον ξανακοιτάζω,
μπας και ατσαλωθώ… Ευλογημένοι λέω τέτοιοι άνθρωποι που δεν επέτρεψαν στο χρόνο
να χαράξει ρυτίδες στην ψυχή τους. Ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Ευτυχώς!