«Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ’ τα κύματα στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους», όπως χαρακτήρισε ο Οδυσσέας Ελύτης το νησί της Λέσβου και συμπλήρωσε: «Εξουσία και κλήρος της γενιάς μου»… Και της γενιάς μου, συμπληρώνω κι εγώ.
Ρίχνω ένα βότσαλο στην
απεραντοσύνη της θάλασσας και οι ομόκεντροι κύκλοι που σχηματίζονται φτάνουν
και σπάνε στη στεριά του νησιού. Και καθώς εκείνο νιώθει την ανάσα τους,
στέλνει ένα αεράκι να τους προϋπαντήσει. Αυτό ανακατώνει και σπέρνει ανταύγειες
σ’ όλες τις αποχρώσεις του μπλε,
φέρνοντας απαλά στ’ αυτιά μου το χτυποκάρδι του και μαζί γλυκόλαλες θεϊκές
νότες. Να ’ναι απ’ την κιθάρα του Αρίωνα του Μηθυμναίου ή απ’ τη λύρα του Ορφέα
που ’ρθε από τη Θράκη και εκβράστηκε στις ακτές του;
Αιγαίο, κοιτίδα και λίκνο ενός λαμπρού πολιτισμού, κάθε ελληνικού ονείρου και ουσία
καθετί ελληνικού μύθου. Έχει αυτή ακριβώς την απαράμιλλη μαγεία να χωράει το
σύμπαν όλο ακόμη και σε ένα μικρό κομμάτι γης όπως η Λέσβος. Η σκέψη μου γυρίζει
γύρω από τις πόλεις και τα χωριά του, τους ανθρώπους του τότε και του τώρα, τους
ελαιώνες και τους πευκώνες του, τα κάστρα, τις εξοχές, τα ήρεμα εσπερινά, τα
μελτέμια που ταράσσουν τις θάλασσες που το περιτριγυρίζουν. Σ’ αυτόν τον τόπο
γεννήθηκα και ξέρω ότι ανήκω και όλα αυτά με καθορίζουν.
Εκεί θα βρίσκομαι για έναν περίπου
μήνα να περάσω –όσο γίνεται– τον ανέμελο χρόνο του φετινού καλοκαιριού.