Κάποτε επιχείρησα να απομονωθώ για να καλύψω σιωπές που τρομάζουν. Μέσα
στην αδειοσύνη μου –απροσδιόριστη κι όμως συγκεκριμένη– θέλησα να επιβάλω μια ιδιαίτερη πειθαρχία στον εαυτό μου. Σωπαίνω αφήνοντας τα
λόγια σχεδόν δίχως ανάσα. Ο παραμικρός ψίθυρος, ο παραμικρός αναστεναγμός ήθελα ν’ ακούγεται και να
γίνεται χάδι στα αυτιά… Έτσι έμαθα να αποκρυπτογραφώ τις
επίμονες σιωπές που, για καιρό, μου στάθηκαν μια μεγάλη συντροφιά.
Διστάζω να γράψω για κείνη την περίοδο που, ακόμη και τώρα,
παρελαύνει μπρος τα μάτια μου και δε λέει να σβήσει, να χαθεί… Όλο τούτο με γεμίζει με
αναστολές και φόβους. Περιφέρονται, άνω, κάτω, ευθέως
και πλαγίως, ανέκφραστες απορίες και διάσπαρτες δικαιολογίες… Ασυγκράτητο το συναίσθημα. Ίσως και να
υπερβάλλω, να… δίνω τεράστιες διαστάσεις στο πρόβλημα.
«Δεν είναι ανάγκη να γράψεις γι' αυτά, τι
σε φορτώνω καημένε»; Απευθύνομαι σε μένα…
Το θέμα είναι ότι η ζωή είναι αρκετά περίπλοκη για να μπει σε φράσεις,
παραγράφους και κεφάλαια. Αλλά πώς να γίνει και αλλιώς όταν όλα ξεθωριάζουν,
όλα αδυνατίζουν και χάνονται στο βάθος μιας μνήμης ισχνής. Αφήνω λέξεις,
φράσεις, προτάσεις, διατύπωση σκέψεων, τονισμούς και παύσεις να χορεύουν στο
μυαλό μου, να εξατμίζονται χωρίς ν’ αφήνουν ανάμνηση. Κι όμως το βλέμμα εκεί: στα υπογραμμισμένα και στου περιθωρίου τις
ακατάστατες σημειώσεις.
Η λάμψη τους αργοσβήνει καθώς βυθίζονται όλο και
περισσότερο στα βαθιά και σκοτεινά της θύμησης. Το περίβλημα
έχει σκληρύνει, δεν είναι πια τόσο διάφανο. Είναι και θλίψη και φόβος και
θάρρος και κουράγιο και… προκατάληψη. Του ανθρώπου οι ατέλειες! Μια ακόμα
συγκίνηση. Κι αν είναι χιλιάδες οι λέξεις που πρέπει να
ειπωθούν, εκατοντάδες τα νοήματα που πρέπει να εκφραστούν, αλίμονο, είναι άδικο
όλα να συνοψίζονται στη σκληρή διαπίστωση: «Διστάζω»!
Ούτε μια λέξη δε θα πω. Εδώ τελειώνουν οι λέξεις. Πέρασε κι η ώρα. Πότε
πήγε κιόλας τρεις;...