Πέρασε και τούτη η μέρα… βιαζόταν να φύγει. Πάει –όπως κι οι προηγούμενες– και λογαριασμό δε δίνει, σε κανέναν. Οι ώρες έγιναν σκόνη και το σήμερα χτες. Φεύγουν οι μέρες και τα χρόνια κυλάνε, σαν το νερό. Τα ημερολόγια παλιώνουν… Όσο και να στύβεις τη μέρα δεν θα στάξει ούτε μια στάλα λεπτού παραπάνω. Πόσες φορές δε λέμε να «σκοτώσουμε» την ώρα μας κι όλο μπροστά μας είναι.
Ο χρόνος ξοδεύεται αμείλικτα, αλέθει τα πάντα κι εμείς –ανάμεσα στις μυλόπετρές του– δίνουμε βόλτες… Όλο αυτό λειαίνει τις αιχμές μας και τις φέρνει στα ίσα, με την ευθεία γραμμή του «τίποτα». Κάθε δευτερόλεπτο, κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα που φεύγει, λιγοστεύει το χρόνο της ζωής μας. Κι αυτή σαλτάρει στο αιώνιο καράβι του χρόνου και γίνεται σκόνη, αφήνοντας πίσω της τα αποτυπώματα της φθοράς…
Στο δωμάτιό μου χαμηλώνω το φως. Στην ανείπωτη σιωπή τ’ απόβραδου οι απ’ έξω ήχοι ξεμακραίνουν, χάνονται. Μέσα οι μόνοι που ακούγονται είναι οι χτύποι της καρδιάς. Αυτοί δε μερεύουν. Χτυπούν ακατάπαυστα και ακανόνιστα. Τα κάνει κάτι τέτοια η καρδιά, στέκει ανήμπορη στην απόλυτη ησυχία και την εκφράζει με τους χτύπους της.
Ακόμη κι αυτό το μεγάλο ρολόι του τοίχου που μετρούσε τις ώρες και τη ζωή και… κάποτε ενοχλούσε με το εκνευριστικό τικ τακ του, έχει σωπάσει. Εδώ και καιρό είναι σταματημένο. Κολλήσανε οι δείκτες του. Κι από τότε δείχνει την ίδια ώρα πάντα. Τι ειρωνεία! Λες κι έγινε επίτηδες, για να σταματήσει ο χρόνος.
Σταματά ο χρόνος; Δεν σταματά. Δεν παγιδεύεται.
Το τραγούδι μου