Παρεμπιπτόντως, μιας και το 'φερε η
κουβέντα –ήρθε κι έδεσε που λένε– και… συνεχίζει, αυτές οι συνάξεις με τους
φίλους, αυτές «οι χειραψίες με τα παρελθόντα», όπως έγραψα στα δυο προηγούμενα
«κομμάτια», για μένα ήταν ό,τι πιο κοντινό σε τρυφερότητα.
Είχαμε απεριόριστη ελευθερία
σκέψης και έκφρασης. Ένας καμβάς ανοιχτός πάντα μπροστά μας, για να βάλει ο καθένας το στίγμα του και να
εκφραστεί ελεύθερα. Για να ζωγραφίσει τα
συναισθήματά του. Ένα σωρό συναισθήματα
ανάβλυζαν από μέσα μας. Και δεν ήταν απλά
πανάκριβα, αλλά ανεκτίμητα! Δεν φοβόμασταν τους απολογισμούς. Είχαμε
αυτό το κάτι που έκανε τους ανθρώπους να είναι πιο Άνθρωποι.
Ήμασταν και τυχεροί, είχαμε
πνευματικά πρότυπα με τρομερό εκτόπισμα. Άξια! Αστραφτερά! Και διαβάζαμε. Διάβαζε πολύ η γενιά μας, ναι, τραγούδησε πολύ, ονειρεύτηκε πολύ κι ερωτεύτηκε
το ίδιο. Είχαμε δίψα για μάθηση. Διαβαίναμε με Καζαντζάκη, Βάρναλη, Λουντέμη,
Ρίτσο και ξένους κλασικούς παραμάσχαλα. Διαβάζαμε πολύ! Με τις ώρες.
Μας άρεζαν τα δύσκολα. Μας προκαλούσαν! Κι ο πήχης…
μόνο προς τα πάνω. Είχαμε περίσσευμα δύναμης, ζωντάνιας, χαράς
κι όλα αυτά, σώνει και καλά θέλαμε να τα
ξοδέψουμε. Σπαταλούσαμε ζωή, ξευτελίζαμε στιγμές, ώρες, χρόνια, ανατολές και
δύσεις… Αραδιάζαμε «θέλω» και υποσχέσεις.
«Κουμπώναμε» τις ματιές μας, χαμογελούσαν τα χείλη μας, ξεχείλιζαν τα γέλια.
Φυσικά, δεν είχε μόνο γέλιο. Είχε και δάκρυ… Πολύ κι απ’ τα δυο. Μια ζωή με τα πάνω και τα κάτω της. Εν τω μεταξύ, διευρύνονταν
οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, οι προοπτικές, μέχρι που στο άψε-σβήσε προέκυψε στο πλάνο η εφηβεία. Και… «η εφηβεία
δε τρώγεται, πίνεται αχόρταγα»…
Άσχετα αν μετά ήρθαν τα χρόνια τα δύσκολα των
προσγειώσεων και της αλήθειας… Κρατηθήκαμε όμως, όσο μπορέσαμε, χάρη στο «μέσα
πλούτο» που κουβαλούσαμε συσσωρευμένο στις πολύτιμες αποσκευές μας και… σίγουρα
δίχως αυτόν θα ήμασταν πολύ φτωχότεροι.
Αναμφίβολα!