Ανίσκιωτες φωτοχυσίες τα
αποχαιρετιστήρια χρώματα του δειλινού, συνδυάζονται και αναμειγνύονται, τέτοιο καιρό, στο βάθος
του ορίζοντα. Εικόνες που κάνουν τη θέα να μοιάζει με οφθαλμαπάτη και σπρώχνουν
τη σκέψη μου στα χρόνια της πρωτόβγαλτης εφηβείας.
Τότε, θυμάμαι, προσπαθούσα, ανάμεσα σ’
εκείνα τα χρώματα, να διακρίνω το εμβαδόν μιας ψυχής που δεν έλεγε ν’ αφήσει σε ησυχία
το μυαλό μου. Πάντα η ίδια οπτασία… Είναι
κάτι τέτοιες μέρες σαν και τούτες που επιστρέφει το σκηνικό σαν ληγμένη ομορφιά, σαν υπόθεση χωρίς
επίλογο.
Συνθηκολογώ με τη σκέψη στο ενδεχόμενο
να βρω, μέσα σε τούτον το νωθρό ρυθμό που μας
επιβάλλει η καθημερινότητα, άλλες εναλλακτικές
διαδρομές προκειμένου να αποφύγω τη μονοτονία που φέρνει η επανάληψη. Δεν πάει το χέρι μου
να γράψω ρουτίνα… Ας το γράψω… η ρουτίνα
(και… η επανάληψη).
Πόσο χρώμα ακόμη –επιτρέψτε μου την υπερβολή και ενδεχομένως την ιεροσυλία– θα χρειαστεί να σπαταλήσει ο Θεός στον
ορίζοντα –δώρο της απλοχεριάς και της μεγαλοσύνης Του– προκειμένου να καλύψει μια ανάμνηση που με
τα χρόνια, για να πω και την αλήθεια, πήρε τη θέση της στο ερμάριο της μνήμης
Εικόνες και σκέψεις που
ανακλήθηκαν αβίαστα και αυθόρμητα καθώς ρεμβάζω τον ήλιο να χάνεται στο βάθος… Μια πολύχρωμη
πραγματικότητα μέσα σε μια τεράστια σιωπή. Ενδεχομένως,
κανένα κείμενο, καμιά τεχνική δεν θα μπορέσει ποτέ να την αποδώσει.