ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΩ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΘΥΜΝΑ
Αφού έκανα χτες, δειλά, το πρώτο βήμα, είπα ας αφιερώσω το δεύτερο στη μεγάλη μου αγάπη: την μικρή μου πατρίδα, τη Μήθυμνα.
Αυτό τον τόπο τον στοιχειωμένο από τη μνήμη του Εφταλιώτη, του Βενέζη και του Μυριβήλη, τον προικισμένο με τόση ομορφιά, που οι θεοί, απλόχερα, μοίρασαν την ευλογία τους, (θα είχαν τους λόγους τους, υποθέτω...) γι’ αυτόν θέλω να πω. Μα, όσο κι αν προσπαθώ να τον φιλοτεχνήσω, ξέρω πως θα τον αδικήσω. Θα μείνω, ωστόσο, σε μια φράση του Φαίδωνα Θεοφίλου που (κάπως έτσι) λέει: «Η Μήθυμνα δεν μας χαρίζει απλόχερα την ομορφιά της. Παρά σταγόνα-σταγόνα με τη σοφία της γυναίκας που θέλει πάντα ν’ αγαπιέται...».
Η Μήθυμνα, λοιπόν, είναι μια απόλαυση αισθήσεων κι αυτή η απόλαυση των αισθήσεων δεν μπορεί παρά να γεννήσει μια απέραντη αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο. Σχηματίζεται, μέσα σου, σαν ένα κομμάτι ομορφιάς και γαλήνης, νοσταλγίας και αναπόλησης, ευαισθησίας και ανθρωπιάς που έχει τα δικά της καλντερίμια κι επιχειρώντας να τα περπατήσεις και να τα προσεγγίσεις η ικανοποίηση σε γεμίζει. Περπατώντας σ’ αυτά τα πλακόστρωτα καλντερίμια, ριγείς, συγκινείσαι, σκέφτεσαι, μυθολογείς, στοχάζεσαι, ζεις... Και καθόλου δεν υπερβάλω λέγοντας πως στη Μήθυμνα «μαθαίνεις ν’ αγαπάς την ομορφιά».
Κι όμως, παρ’ όλες τις καταστροφικές αλλοιώσεις και παρ’ όλες τις αλόγιστες επεμβάσεις εις βάρος της, στη Μήθυμνα επιστρέφεις πάντα... Ίσως να είναι η ξεχωριστή ομορφιά της, ίσως η ισορροπία και η γαλήνη της, ίσως η φυσική αρχοντιά της. Ίσως να είναι η δωρική της λιτότητα, ίσως η γρανιτένια σιγουριά του κάστρου της... Ίσως πάλι, να είναι κι αυτή η ανάγκη επιστροφής σε όλα εκείνα που κατά κάποιο τρόπο ήταν τα παραμύθια μας, τα παραμύθια μιας... πιο αθώας εποχής.
«... Να ονειρεύομαι απ’ το παράθυρο, να ταξιδεύω,
να μπαίνω μέσα σου, να καταστρέφομαι και να πεθαίνω...»