Στα πλαίσια μιας δίσεχτης, αμφίρροπης κι αμφιλεγόμενης εποχής, –συνωμότες, άλλος λίγο, άλλος πολύ, απέναντι σε μια ευθύνη– με χαρακτηριστικά που ο αντίχτυπός τους μας φορτώνει με φόβο αλλά και άγχος. Αφήσαμε το χρόνο να ορίσει την αντοχή μας και τις ώρες να κυλάνε, να περνάνε χωρίς σκοπό. Γεμίσαμε μοναξιά, γεμίσαμε με απουσίες, με χαμένες αγκαλιές, χαμένα χαμόγελα. Κι όχι μόνο, γεμίσαμε και με χίλια δυο άλλα, παρατημένα στην άκρη. Που όρεξη… Μαζεύτηκαν τόσα… Τρομάζεις με τον τεράστιο όγκο τους. Τα κοιτάζεις κι απογοητεύεσαι. Κι ας λένε πως η απογοήτευση δεν σκοτώνει, αλλά διδάσκει!
Ελάχιστα τα λόγια –σχεδόν καθόλου. Λιγόστεψαν. Χαράξαμε και όρια, όρια που μάλλον δεν υπήρχαν. Λαβύρινθους που δεν βλέπω να ξεμπλέκουμε με κλειδιά άλλων. Προσπαθούμε, με κάθε τίμημα, να διατηρήσουμε έναν τρόπο, ώστε να λύνουμε τους κόμπους μας και να ξεμπλέκουμε το κουβάρι της αβεβαιότητας.
Και να το φθινόπωρο, το γύρισε σε χειμώνα. Λίγο η ψύχρα, λίγο η συννεφιά μένεις να κοιτάς την πυξίδα του ουρανού κι ανάμεσα στα σύννεφα ν’ αναζητάς ένα κομμάτι ελπίδας.