«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

20 Νοε 2020

Με φόβο και άγχος...

Στα πλαίσια μιας δίσεχτης, αμφίρροπης κι αμφιλεγόμενης εποχής, –συνωμότες, άλλος λίγο, άλλος πολύ, απέναντι σε μια ευθύνη– με χαρακτηριστικά που ο αντίχτυπός τους μας φορτώνει με φόβο αλλά και άγχος. Αφήσαμε το χρόνο να ορίσει την αντοχή μας και τις ώρες να κυλάνε, να περνάνε χωρίς σκοπό. Γεμίσαμε μοναξιά, γεμίσαμε με απουσίες, με χαμένες αγκαλιές, χαμένα χαμόγελα. Κι όχι μόνο, γεμίσαμε και με χίλια δυο άλλα, παρατημένα στην άκρη. Που όρεξη… Μαζεύτηκαν τόσα… Τρομάζεις με τον τεράστιο όγκο τους. Τα κοιτάζεις κι απογοητεύεσαι. Κι ας λένε πως η απογοήτευση δεν σκοτώνει, αλλά διδάσκει!

Ελάχιστα τα λόγια –σχεδόν καθόλου. Λιγόστεψαν. Χαράξαμε και όρια, όρια που μάλλον δεν υπήρχαν. Λαβύρινθους που δεν βλέπω να ξεμπλέκουμε με κλειδιά άλλων. Προσπαθούμε, με κάθε τίμημα, να διατηρήσουμε έναν τρόπο, ώστε να λύνουμε τους κόμπους μας και να ξεμπλέκουμε το κουβάρι της αβεβαιότητας.

Και να το φθινόπωρο, το γύρισε σε χειμώνα. Λίγο η ψύχρα, λίγο η συννεφιά μένεις να κοιτάς την πυξίδα του ουρανού κι ανάμεσα στα σύννεφα ν’ αναζητάς ένα κομμάτι ελπίδας.





10 Νοε 2020

Να ψιθυρίζουν και ν’ ανασαίνουν...

Στρώνομαι κι αναζητώ. Βρίσκω και διαλέγω εικόνες ώστε να ’ναι αυτές όπου θ’ ακουμπάνε καλύτερα οι σκέψεις. Επάνω τους ενσωματώνω λόγια που έχω γράψει. Με φωνήεντα, σύμφωνα, σημεία στίξης σχηματίζω προτάσεις. Με κάθε τελεία, με κάθε κόμμα, με κάθε παύση και… μ’ εκείνα τα παρατεταμένα αποσιωπητικά που προδίδουν αμηχανία, προσπαθώ να τους δώσω τη μορφή που θέλω. Να ψιθυρίζουν και ν’ ανασαίνουν.


Όσο κι αν ο χρόνος πέρασε στοιβάζοντας αμέτρητα άλλα, όσο κι αν όλα αυτά σκεπάστηκαν μ’ ένα σωρό σκόνη, εσύ επιμένεις να περνάς το χέρι σου από πάνω, να τη διώχνεις και να τα φέρνεις πάλι πίσω… στο φως. Ναι, να τον φέρνεις πίσω σε κρυσταλλωμένες εικόνες που, σαν παγωμένες ψιχάλες, αιωρούνται μπροστά σου και μέσα τους βλέπεις τη ζωή σου σε επανάληψη. Τις κοιτάς μια μια και θυμάσαι πρόσωπα, διαδρομές, σταθμούς, αποχαιρετισμούς και αφετηρίες… Μετράς τις ρωγμές που ο χρόνος άφησε χαραγμένες επάνω τους και… μελαγχολείς.


Πέρασαν τόσα χρόνια κι όμως, κάποιες φορές, στις σιωπές της ψυχής σου, το ρολόι του μυαλού παίρνει αντίστροφες πορείες, όπως κι εσύ που γυρίζεις στα ίδια και στα ίδια. Είσαι ένας παράξενος ταξιδευτής που ταξιδεύει από τη χαρά στη μελαγχολία κι από τη νοσταλγία στο όνειρο… Θέλεις να ξεφύγεις απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας και τη μονοτονία της γκρίνιας. Σε βασανίζουν εσωτερικοί μονόλογοι. Ζυγίζεις, με τα δικά σου σταθμά, ομορφιές και απογοητεύσεις κι ανασύρεις από τις αποθήκες της μνήμης ό,τι αγάπησες. Ακούς ξεχασμένες νότες και γλυκές μελωδίες, συγκινείσαι, σκουπίζεις την υγρασία απ’ τα μάτια σου και… τις κάνεις δικές σου. Ξεφυλλίζεις αμέτρητες σελίδες βιβλίων κι ανάμεσα στα τόσα, διαβάζεις και θέλεις να τηρήσεις εκείνο που έγραψε ο Ισπανός συγγραφέας Αντόνιο Μουνιόζ Μολίνα: «είναι τόσα αυτά που χάνει κανείς στη ζωή του για να μη φυλάει αυτά που του έμειναν».


Αποσπάσματα από: «Ένας ρομαντικός... παλαιάς κοπής» και «Επειδή, για κάποιο λόγο...»