Σελίδες

30 Μαρ 2014

Η βαρυθυμία της Κυριακής καθώς νυχτώνει


Ποτέ δεν απαλλάχτηκα, όπως κι άλλοι νομίζω, από το αίσθημα μελαγχολίας που αποπνέουν τα απογεύματα της Κυριακής. Πάντα είχα μια σχέση βαρυθυμίας με αυτά. Μάλλον κατάλοιπο των σχολικών χρόνων θα είναι, υποθέτω 
Παρότι η Κυριακή είναι μια ημέρα γεμάτη χαρά, προερχόμενη από μια εξίσου ξένοιαστη κι εύθυμη, όπως είναι το Σάββατο, όμως, καθώς φτάνει το απόγευμα, μια ανεξήγητη ψυχική διάθεση κάνει την εμφάνισή της και σε συνεπαίρνει. Η θλίψη, υποθέτω, θα πρέπει να είναι σύμφυτη με τη χαρά διότι, ενώ τίποτα δεν προμηνύεται άσχημο, ξαφνικά η διάθεση από χαλαρή κι ανέμελη –καθώς περνάει η ώρα– μετατρέπεται σε αγχώδη.
Οι Κυριακές περνούν και φεύγουν, μα κάποια πράγματα παραμένουν στη μνήμη ζωντανά και ανεξίτηλα να θυμίζουν τη χαμένη ζωή μας. Λίγες είναι οι φορές που μπορεί να θυμάμαι μια Κυριακή –με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο– δηλαδή ολόκληρη,  να ’ναι γεμάτη χαρά. Πάντα μισογεμάτη τη θυμάμαι. Απ’ το μισό και μετά φορτωμένη μελαγχολία. Πάντα κομμένη στα δυο την έχω στο μυαλό μου. Με ξένοιαστο πρωί και σκυθρωπό –με γλυκόπικρη γεύση– απόγευμα. Όλο αυτό, δημιουργούσε αυτόματα στο μυαλό ένα μείγμα άγχους, αγωνίας και μελαγχολίας. Ίσως να ήταν η συνείδηση ή η υπενθύμιση ενός τέλους με τη σκέψη ότι κάτι όμορφο τελείωνε και μια συνηθισμένη και μονότονη Δευτέρα θα ξημέρωνε. 
Ένα εντελώς αντίθετο συναίσθημα απ’ αυτό της Παρασκευής, όπου νιώθεις χαρούμενος, ευδιάθετος, αισιόδοξος, κεφάτος και άκρως προετοιμασμένος να απολαύσεις όλες τις χαρές του Σαββατοκύριακου! Κι όσο αρχίζει να κλείνει προς το σούρουπο η Παρασκευή τόσο και πιο πολύ αυτό γίνεται περισσότερο αισθητό. Η καλή διάθεση κορυφώνεται και φουντώνει, για να δικαιωθεί και η φράση: «Τhank God Ιt΄s Friday», δηλαδή Δόξα τω Θεώ, είναι Παρασκευή, που λένε και οι Αμερικάνοι.
Καθώς λοιπόν, νιώθεις να φεύγει και να γέρνει προς το τέλος της η μέρα και οι στιγμές χαλάρωσης να τελειώνουν, αισθάνεσαι ξαφνικά όλα να χάνονται μ’ έναν αργό ρυθμό. Μια τρομαγμένη απορία θλίψης μένει μετέωρη στο περιβάλλον, με διάθεση να διαφυλάξει ίσως το πιο όμορφο διάλειμμα μιας συνηθισμένης μέρας. Μιας μέρας που ενώ κουβαλούσε τη ξενοιασιά, άξαφνα όλα αλλάζουν. Κάτι τέτοιες άδειες, γκρίζες κι αγχωμένες Κυριακές είναι που σου ’ρχονται στα χείλη οι στίχοι εκείνου του τραγουδιού που έλεγε: «πάει κι αυτή η Κυριακή και η χαρά μας πάει, ήτανε τόσο βιαστική όπως και κάθε Κυριακή, που πριν τη ζήσουμε περνάει...»* και κυριολεκτικά σε… σκοτώνει.
Τελικά μένει αυτό το περίεργο αίσθημα που στο τέλος γίνεται συνήθεια. Ίσως γιατί τις Κυριακές, σ’ αντίθεση με τις καθημερινές, έχεις την πολυτέλεια να βλέπεις το χρόνο να περνά. Ίσως αν δεν υπήρχε η αίσθηση του τέλους, ίσως αν δεν ξημέρωνε αυτή η συνηθισμένη και μονότονη Δευτέρα, να ήταν αλλιώς. Γι’ αυτό και το δειλινό της Κυριακής παίρνει μια άλλη μορφή.
           Πάντα θα υπάρχουν στη ζωή μας τέτοια λυπημένα δειλινά να τα στοχάζεσαι. Πάντα, κατά παράδοξο τρόπο, θα επανέρχονται στο μυαλό μας, αρμαθιές οι νοσταλγίες –αναμνήσεις σαν χάδια– και θύμισες λειψές να σε βουτάνε απ’ το λαιμό και να σου διαλύουν μυαλό και ψυχή. Και τότε είναι που «η θλίψη κάνει πρόβα τα φορέματα και η αλήθεια λέει τα δικά της ψέματα», ακριβώς κάτι τέτοιες άδειες κι αγχωμένες Κυριακές, καθώς νυχτώνει...

*Το τραγούδι μου:
«Πάει κι αυτή η Κυριακη» Γιάννης Πουλόπουλος





29 Μαρ 2014

Τι χρώμα να ’χει το χαμόγελο;

Δεν γράφω πια όπως παλιά. Κάποτε ήταν αλλιώς. Γέμιζα το άσπρο χαρτί με λέξεις κι άδειαζα εγώ... Τώρα αυτά που τυλίγουν τις σκέψεις μου, άλλη λογική τα ορίζει. Αυτά που θέλω να πω είναι τόσο λίγα, που δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στα ακροδάχτυλά μου, να χτυπήσουν τα ανάλογα πλήκτρα, να… γίνουν λέξεις. Ν’ αποτυπωθούν στον υπολογιστή μου. Στη συνέχεια να τα «καλουπώσω» και να φτιάξω το γραφτό μου. Τότε, διάλεγα σκέψεις και μάζευα στιγμές απ’ τη ζωή μου. Τις σόδιαζα μέσα μου, για να ’χω απόθεμα. Στα θέματα... Μετά τις έβαζα στο ζυμωτήρι του μυαλού μου, τις έπλαθα, έπαιρνα και χρώματα, τις χρωμάτιζα, τις στόλιζα –λιτά, σαν την ψυχή μου…– και πήγαινα για το επόμενο.
          Τις μάζευα μια μια και τις διατηρούσα μέσα μου. Να τις έχω. Να τις μοιράζομαι. Για κάθε μια είχα κι ένα χρώμα. Γεμάτη η παλέτα μου από χρώματα, για όλες τις στιγμές. Τις όμορφες που με γέμιζαν, τις άσχημες που μ’ έθλιβαν και τις ξεχωριστές που με ξεσήκωναν.


Το ’παιζα και έμπειρος ζωγράφος… Διάλεγα –δικές μου ήταν άλλωστε– τα ανάλογα χρώματα και τις χρωμάτιζα. Με κόκκινο έβαφα τα καμώματα και τις τρέλες του έρωτα… Με γαλάζιο τον άπιαστο –σαν τα όνειρα– ουρανό μου! Με μπλε, ποια άλλη παρά τη θάλασσα, που ανοιγόταν μπροστά μου και με ταξίδευε. Με κίτρινο τις μέρες εκείνες που δεν ήξερα τι μου γίνεται… Με πράσινο την ασύγκριτη φύση που λάτρευα. Με γκρίζο τα κουρέλια της καρδιάς μου… Με μαύρο τη ψυχή μου όταν την έπιανε πανικός. Και με άσπρο την ελπίδα!

Τώρα ψάχνω ένα άλλο χρώμα. Αυτό που θα μου δίνει κουράγιο να κοιτάζω τη ζωή κατάματα. Αυτό που θα μου δίνει δύναμη κάθε φορά που χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Αυτό που θα με κάνει να σηκώνομαι ξανά και ξανά. Πιο δυνατός. Με περισσότερα όνειρα. Με πιότερη αγάπη. Με περισσότερη δύναμη και μαγεία, να χορτάσω τη ζωή. Γιατί μαγεία είναι η ζωή… παρ’ όλες τις αναποδιές της. Μαγεία και τούτος ο κόσμος ο «μικρός ο μέγας»!

Θυμάμαι, από παιδιά μαθαίναμε να χρωματίζουμε τις στιγμές της ζωής μας. Ίσως να μη πετυχαίναμε τα χρώματα τότε. Μαθαίναμε όμως. Κι αν κάποιες φορές μας έβγαιναν πιο σκούρα κι άλλες πιο ζωντανά, ήταν πάντα χαρούμενα γιατί το κάναμε με αγάπη και χαμόγελο! Χαμόγελο λοιπόν! Αυτό είναι. Αυτό θέλω. Αυτό το χρώμα ψάχνω. Το καθάριο, το λαμπρό, το φωτεινό, το υπέροχο χρώμα που έχει ένα χαμόγελο… Για τη ζωή μου, για να τη χρωματίζω πλέον –εκείνη και τις στιγμές της– μ’ αυτό.

Το Τραγούδι μου



24 Μαρ 2014

Για ένα τίποτα…

Όσο κι αν προσπαθούσα να γνωρίσω τους ανθρώπους από τις ματιές κι από τους ήχους της ψυχής τους, ποτέ δεν έμαθα, ο δύστυχος, να διαβάζω ακριβώς τις λεπτομέρειες στα μάτια και στις ψυχές τους…
Είναι καμιά φορά, στο σταυροδρόμι των διλημμάτων που στήνει για όλους μας η ζωή, κάποιες λανθασμένες επιλογές μας να παρασέρνουν μαζί τους και τις όποιες αποφάσεις μας. Κι ύστερα… το ένα λάθος ακολουθεί το άλλο, δίχως σταματημό. 
Ο κάθε άνθρωπος έχει τον τρόπο του να εκδηλώνει τα συναισθήματά του, όποια κι αν είναι. Ακόμη και να εξαφανίζει αναρτήσεις και σχόλια… Είναι να μην το κάνεις μια φορά… μετά γίνεται συνήθεια… Το «ορθώς σκέπτεσθαι» και «το ορθώς ποιείν» τα παίρνει ο άνεμος, εξαφανίζονται κι αυτά... Χάνονται.

Οπότε,
Τα προσχήματα είναι ψεύτικα
Η δοσοληψία τυπική - Οι παρεμβάσεις άστοχες
Η αλήθεια απούσα - Η καταδίκη ερήμην!
Και…  η σιωπή επιβεβλημένη

(Και… τα γλυκόλογα, τι κρίμα, δεν είναι πάντα αληθινά).


Γι’ αυτό
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
{…} γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία…»

Μεγάλε Αλεξανδρινέ, πόσο ταιριάζουν τα λόγια σου!


Η προσωπικότητά μου και η αγωγή μου δεν μου επιτρέπουν να ακολουθήσω τα ατοπήματα και την πεπατημένη άλλων. Οπότε για «το ορθώς ποιείν», που λέγαμε παραπάνω, για το σεβασμό και την ευγένεια που οφείλω στους λίγους που με διαβάζουν και στους λιγότερους που με επισκέπτονται, αναγκάζομαι να κλείσω τα σχόλια. Έτσι δεν θα κακομάθω… 
Ελπίζω να με συγχωρέσουν όσοι με καταλαβαίνουν…


18 Μαρ 2014

«Κάθε πρωί καταργούμε τα όνειρα…»

Γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης σ’ ένα του ποίημα: «Κάθε πρωί καταργούμε τα όνειρα…». Και τα καταργούμε, γιατί με το που θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας, θέλοντας να ενημερωθούμε, αρχίζει το ψυχοπλάκωμα! Με το που πατάμε το κουμπί του τηλεκοντρόλ αρχίζει ο καταιγισμός της απόλυτης τρομοκρατικής ειδησεογραφίας. Και δεν είναι μόνο από την τηλεόραση, είναι και από το ραδιόφωνο, είναι και από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά και από τα σχόλια του οποιουδήποτε… οπουδήποτε.
Με το καλημέρα, ούτε τον καφέ μας δεν μπορούμε να απολαύσουμε. Έρχονται μπροστά μας και μας προσφέρουν: «ορίστε για σήμερα το μενού των προβλημάτων σας… Τι θα διαλέξετε»; Τι να διαλέξεις… Και σήμερα οι περισσότερες ειδήσεις και τα γεγονότα, δυστυχώς, είναι πανομοιότυπα με εκείνα των άλλων ημερών. Δεν είναι εύκολο. Οπότε, παίρνεις την απόφαση και επιλέγεις με βάση το «μη χείρον βέλτιστον»… 
Έτσι, μεταξύ κατάθλιψης και γκρίνιας, κυλάνε καχύποπτες οι μέρες κι οι στιγμές με την αγωνία: τι μας περιμένει και σήμερα…


Κι έρχεται το βράδυ με τα ίδια και χειρότερα. Πασχίζεις να αποφύγεις, σαν αλλεργικός, την ώρα των κυνικών και αυστηρών τιμωρών, όπως έχουν καταντήσει τα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Πώς να τα εμπιστευτείς. Ψάχνεις να βρεις κάτι… για να ξεχάσεις. Δεν βρίσκεις… Οι «πλασιέ» της ελπίδας δεν υπάρχουν, έχουν εξαφανιστεί… Έχουν σβήσει μαζί με την αισιοδοξία μας. Οπότε είναι καλύτερα να βρεις καταφύγιο στη θαλπωρή των σελίδων κάποιου βιβλίου, στην ακρόαση μιας καλής μουσικής ή στην απόλαυση κάποιας ενδιαφέρουσας ταινίας. Κάνεις ευχή και προσεύχεσαι, πριν πέσεις στο κρεβάτι, να σε πάρει ο ύπνος και να σε ταξιδέψει με όνειρα γλυκά, ανάμεσα σε όσα λαχταράς. Άλλωστε γι’ αυτό δεν είναι καμωμένα τα όνειρα; Να γυροφέρνουν στην ομορφιά κι όχι να σέρνονται στις κατηφόρες της άγριας πραγματικότητας. Κι όσο εμείς τα καταργούμε και τα ξεπουλάμε στο παζάρι του ρεαλισμού, εκείνα θα λαχταράνε να αλητεύουν στα πιο όμορφα τοπία!

Το τραγούδι μου


12 Μαρ 2014

Από τ’ απαρατήρητα της πόλης

Μπορεί, οι μεγάλες πόλεις να έχουν κάτι που σε καταβροχθίζει, έχουν όμως και κάτι άλλα μικρά, πολύ απλά –και πολλές φορές απαρατήρητα– που δίνουν μια άλλη χάρη. Κι αν έχεις τον τρόπο και τη ματιά να τα δεις… σου αλλάζουν τη διάθεση. Περπατάς στους δρόμους, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, κι αν χάνεις μερικά φιλικά χαμόγελα, βρίσκεις άλλα… Κι είναι σαν κάτι σελίδες από τετράδιο που γυρίζουν, επικαλύπτοντας η μία την άλλη, αφήνοντας μια άδεια λευκή… να την γράψεις εσύ.


Πριν λίγες μέρες, καθώς διέσχιζα το Σύνταγμα, με τον ήλιο να λάμπει, τόσο γλυκός που, ως συνήθως, έτσι είναι σε τούτη την πόλη, έχοντας τη Βουλή, απέναντι, επιβλητική και τους συνήθεις Γιαπωνέζους τουρίστες μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη να φωτογραφίζουν τους ευζώνους. Ένα σμήνος από περιστέρια σηκώθηκε και προσγειώθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα στα πόδια ενός σκυφτού επαίτη. Καθιστός στα σκαλιά τσιμπολογούσε κάτι που είχε σε μια χάρτινη σακούλα. Πανευτυχής, έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Κάθε λίγο έπαιρνε λίγα ψίχουλα, απ’ τα δικά του και χαμογελώντας, σαν τον ήλιο, τα σκόρπιζε στα πουλιά. Το πρώτο ωραίο! Στη λευκή σελίδα…

Ύστερα, πήρα την Πανεπιστημίου –τον ομορφότερο ίσως δρόμο της πρωτεύουσας– και φτάνοντας στον πεζόδρομο της Κοραή, μια υπέροχη μουσική που γέμιζε τον αέρα, φτάνει, σαν κύμα στ’ αυτιά μου… και μ’ αγκαλιάζει. Εκεί στην άκρη, μια «μπάντα του δρόμου» έπαιζε νοσταλγικές λατινοαμερικάνικες μελωδίες. Έχουν τον τρόπο, με το ταλέντο τους αυτοί οι μουσικοί, να αναδεικνύουν το ξεχωριστό και να το εξακοντίζουν στο τέλειο. Έτσι είναι η καλλιτεχνική ψυχή, πάντα βρίσκει τρόπους να ξεχωρίσει.


Στρίβοντας όμως στη Σταδίου μια βουή σκέπασε τις γλυκές μελωδίες. Μια πορεία εκατοντάδων ανθρώπων ανέβαινε –εν… ειρήνη– με σημαίες, πανό και συνθήματα. Κάθε λογής άνθρωποι, διαδήλωναν, με το γνωστό παλμό που τους ενώνει: η κοινή απόφαση να διεκδικήσουν και να αγωνιστούν με μια φωνή για το ίδιο δίκαιο, τον ίδιο σκοπό, το ίδιο δικαίωμα στο όνειρο. Και παραδίπλα τα ΜΑΤ κρατάνε την τάξη. Πλήθος κόσμου, ανυπόμονο περιμένει στη στάση των λεωφορείων, μιας κι έχει διακοπεί η κυκλοφορία. Κανένας δεν δείχνει ενδιαφέρον για την πορεία. Απάθεια μέχρι αναισθησίας. Έχουν γίνει συνήθεια πλέον οι πορείες… Στα γύρω περίπτερα οι κρεμασμένες εφημερίδες με τα πολύχρωμα πρωτοσέλιδα ανεμίζουν στο αεράκι και «μιλούν» για νέες εμπλοκές με την τρόικα, νέα κόμματα, γκάλοπ και τσάμπιονς…


Επέλεξα να αλλάξω πορεία κι από κάτι στενούς παράδρομους, που δεν θυμάμαι καν τα ονόματά τους, «έκοψα» δρόμο, και «χώθηκα» στην κάτω πλευρά της οδού Αθηνάς. Αυτή είναι η άλλη, η «μη προνομιούχος» Αθήνα. Της κοινωνίας του «περιθωρίου». Το αντίθετο άκρο της επάνω μεριάς. Άσχημες και γκρίζες πολυκατοικίες, με ξεθωριασμένες τέντες, πλαστικές καρέκλες στα μπαλκόνια και κεραίες, πολλές κεραίες στις ταράτσες να ακουμπάνε, θαρρείς, σ’ έναν παράξενο, γκρίζο ουρανό. Όλα εκεί γύρω έχουν το χρώμα του γκρίζου. Ακόμα και οι μπουγάδες στα μπαλκόνια. Ρούχα ξεχασμένα που ανεμίζουν στο καυσαέριο σαν να ζητούν την ελευθερία τους, γίνονται στα μάτια μου, γκρίζα κι αυτά. Κάτι απροσδιόριστο, σαν λύπη που βαραίνει, συνθέτουν το ψηφιδωτό της περιοχής… Άλλωστε δεν μπορεί να είναι όλα όμορφα…

Να όμως που σ’ ένα ξέφωτο, ένα ερειπωμένο σπίτι, δίχως σκεπή, μήτε πόρτα, στέκει μόνο και ξεχασμένο, με κλειστά παντζούρια, σπασμένες γρίλιες, ξεφτισμένους τοίχους γεμάτους σκισμένες διαφημιστικές αφίσες και… λίγα μπάζα. Κι ανάμεσα στα μπάζα, χορτάρι καταπράσινο και μια παπαρούνα μόνη δηλώνει παρούσα στην επερχόμενη Άνοιξη, θέλοντας ν’ αφήσει δίχως παράπονο τούτο το ξεχασμένο μικρό ξέφωτο. Να δώσει λίγο χρώμα στο άχρωμο του τσιμέντου που έχει κατακλύσει τα πάντα. Ασήμαντο θα μου πείτε, κι όμως τόσο σημαντικό γιατί είναι από τα πολύ μικρά κι ελάχιστα που υπάρχουν για να μας δείχνουν, εν τέλει, πως έχει κάτι τέτοια –πολλές φορές απαρατήρητα– που την κάνουν λίγο πιο όμορφη, πιο ανθρώπινη τούτη η πόλη.


5 Μαρ 2014

Πού ήσουν…


Πού ήσουν τις ημέρες που μ’ έπνιγε το δίκιο;
Πού ήσουν όταν χρειάσθηκα την αλήθεια σου
για να οχυρωθώ πίσω απ’ αυτήν;
Μάταια περίμενα
δίχως την ανάγκη να φτιάχνω άτολμα ψέματα
απάντηση στα αναπάντητα μηνύματά μου…
Μόνο για να κρύψω την αφέλεια της άσκοπης επιμονής μου…
Αλήθεια, πού ήσουν;


Πόσο διαθέσιμος ήμουν πάντα στους φίλους…
Το ήξερες.
Είχαμε διαφορετικά ενδιαφέροντα,
έτσι έδειχναν (ή άφηναν να φανεί…).
Οι κοντινές κι οι μακρινές ματιές μας,
εναλλακτική φόρμα μιας δύσκολης ισορροπίας… 
Δεν τους πείραζε να δείξουν την κρυμμένη πλευρά της ύπαρξής τους…
Κι έτσι, χωρίς το παραμικρό πρόσχημα
με μια μαχαιριά κόψαμε εμφύλιους (και ομφάλιους) λώρους…

Πώς μπορείς να γνωρίζεις τον απέραντο κόσμο των συναισθημάτων;
Αυτών που εκείνοι έδειχναν να… μην τα χρειάζονται…
Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι, μάτια μου. Όχι.
Οι αδυναμίες παραμένουν οι ίδιες, όπως και τα προτερήματα.
«Μικρή η ζωή για δεύτερες σκέψεις… Δεύτερες ευκαιρίες… Δεύτερους ανθρώπους».   

            
Φτάνει να κάνεις μια γύρα στο μέσα σου
κι ανακαλύπτεις κάθε φορά ένα πόντο εαυτού.
Μέχρι το τέλος, άντεξες το βάρος της πλήξης μου,
και τώρα αναρωτιέμαι:
Πώς είναι δυνατόν να ξεφεύγεις από κάτι και την ίδια στιγμή να επιστρέφεις;

Ακούστε και το τραγούδι μου:



1 Μαρ 2014

Το άσπρο και κόκκινο κορδονάκι του Μάρτη…



Ο «Μάρτης» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα Βαλκάνια, λόγω της υιοθέτησής του από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι και το διατήρησαν. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, επειδή οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων συνήθιζαν να δένουν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Από τη 1η ως τις 31η του Μάρτη, συνηθίζεται να φοριέται στον καρπό του χεριού ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά» που φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο «Μάρτης» φοριέται κυρίως από τα παιδιά για να προστατεύει τα πρόσωπά του από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.
Κατά τις ηλιόλουστες ημέρες του Μαρτίου που ακολουθούσαν τα κρύα του χειμώνα, τα παιδιά έβγαιναν από τα σπίτια και έπαιζαν έξω στις αυλές. Οι μητέρες, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου που θεωρούνται επικίνδυνες, έφτιαχναν και φορούσαν στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον "Μάρτη", ένα κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα.
Ο ήλιος το Mάρτιο συνήθως καίει και μαυρίζει τα πρόσωπα των παιδιών: «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει». Η μαυρίλα όμως σήμαινε και ασχήμια, προπάντων για τα κορίτσια που η παράδοση τα ήθελε άσπρα και ροδομάγουλα:  «Ο πόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ο ήλιος μη την ιδεί». Για να αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου λοιπόν, έφτιαχναν και φορούσαν τον «μάρτη», ώστε να προστατεύσει τα πρόσωπα των παιδιών από τον ήλιο και να μην καούν. Όταν τον έβγαζαν τον κρεμούσαν σε τριανταφυλλιές, ώστε να γίνουν τα μάγουλά τους κόκκινα σαν τριαντάφυλλα.
Ο "Μάρτης" ουσιαστικά αποτελείται από δύο κλωστές, άσπρη και μία κόκκινη, στριμμένες μεταξύ τους, που συμβόλιζαν την αγνότητα και τα χαρά. Σε κάποιες παραδόσεις αναφέρεται και μία χρυσή κλωστή ώστε να συμβολίζεται και η αφθονία.
Σε ορισμένες περιοχές το μαρτιάτικο βραχιολάκι θεωρείται ιερό από τη λαϊκή παράδοση που δεν είναι πρέπον να πεταχτεί. Για αυτό το φορούσαν μέχρι το Πάσχα και το έδενα στην Αναστάσιμη λαμπάδα για να καεί. Σε άλλες περιοχές έκαιγαν το βραχιολάκι στις φωτιές που άναβαν για να κάψουν τον Ιούδα. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.
Η πιο διαδεδομένη όμως αντίληψη φέρει το "Μάρτη" να φοριέται μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα χελιδόνια. Τότε έβγαζαν το Μάρτη και τον άφηναν σε κλαδιά για να τον πάρουν τα πουλιά και να το χρησιμοποιήσουν στην κατασκευή της φωλιάς τους.

Καλό μήνα σε όλους!


* Κείμενο και φωτογραφίες από το διαδίκτυο