Σελίδες

29 Σεπ 2015

Νοσταλγία είναι η αγάπη που μένει!

Στα λεξικά υπάρχουν διάφοροι ορισμοί της λέξης Νοσταλγία. Όπως: Αίσθηση λύπης ή θλίψης του να είσαι μακριά από ανθρώπους ή μέρη κυρίως από την πατρίδα που αγαπάμε. Αθυμία που προέρχεται από έντονο πόθο με την ανάμνηση ωραίων και ευχάριστων γεγονότων ή καταστάσεων που ίσως να έχουμε χάσει. 
Είναι εκείνο το γλυκόπικρο συναίσθημα ή ο ψυχικός πόνος που προκαλείται, μέσα στη σιωπή της καρδιάς και τη ανία των στιγμών, από την ανικανοποίητη λαχτάρα να αναπολείς και να θυμάσαι χωρίς να τα ξαναζείς…


Ωστόσο για τον Βραζιλιάνο Δόκτορα Rogério Brandao, ιατρό ογκολόγο, ο ορισμός είναι κάπως διαφορετικός και τον άκουσε από ένα κορίτσι 11 ετών που έπασχε από καρκίνο στο τελικό στάδιο:
Νοσταλγία είναι η αγάπη που μένει!

Εν ολίγοις τα ερείπια της αγάπης…

17 Σεπ 2015

Λίγα ευχαριστώ σαν αντίδωρο

Ήρθε ο Σεπτέμβρης κι αποχαιρέτησα για φέτος το νησί και το καλοκαίρι. Παρότι το φως του παραμένει ακόμη –και θα παραμείνει– σπλαχνικό. 
Η καρδιά και η ματιά μου χορτασμένες πάνε να σμίξουν με τις μελαγχολίες του φθινοπώρου που ετοιμάζεται να χτυπήσει την πόρτα μας και τις μοναξιές του χειμώνα. Με λαχτάρα, «με λογισμό και μ’ όνειρο…» θα ζεσταίνω τη σκέψη μέχρι να ’ρθει, με το καλό το επόμενο. Μέχρι τότε θα φέρνω στο νου, αφήνοντας  τη φαντασία να κάνει τη δουλειά της, γαλάζια νερά να γλιστρούν, βράχια και αμμουδιές να ξεπηδούν, άμετρο φως, παρέες, ξεγνοιασιά κι απόλαυση κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια. 
Έβρεξα, όσο γινόταν, την ψυχή μου με πελαγίσιο αγιασμό και φόρτωσα τη ματιά μου με μπόλικο θαλασσί για να ’χω περίσσευμα κι απόθεμα για… να σταλάζει όταν το έχω ανάγκη· στην πόλη. Έριξα στο πρόσωπό μου κανάτες θάλασσα, να μουσκέψει ο κάθε πόρος του, να το στεγνώσει ο ήλιος, ν’ απομείνει επάνω του η αρμύρα… 
Τώρα, κλείνω τα μάτια και ζητώ να μ’ αγκαλιάσει ο ύπνος και να με ταξιδέψει όπως η θάλασσα. Να ’ναι καράβι το όνειρο, πανί λευκό η λαχτάρα, θαλασσοπούλι ο λογισμός. Να φτερουγίζει, να βυθίζεται και το πέταγμά του να τρέφει τις σκέψεις μου και να πλουταίνει αχόρταγα την ψυχή μου. Να γαληνεύω καθώς θα κρατά ζύγι με τα φτερά του. Μοναχικός όπως κι εγώ, να στέκει αγέρωχος ωσάν εκείνα τα μικρά πέτρινα ταπεινά, ξεχασμένα ξωκλήσια του νησιού μου, που μόνα τους τα συναντάς μ’ ένα σταυρό, ένα καντήλι, ένα εικόνισμα και τίποτ’ άλλο…
          Λίγα ευχαριστώ από καρδιάς θέλω να αποθέσω, σαν αντίδωρο, σ’ αυτά που έζησα και κράτησα. Στις εικόνες της ψυχής. Στα ηλιοβασιλέματα, στις έναστρες νύχτες, στο φως, στην πανσέληνο! Στο όνειρο, στη θάλασσα, στη πρωινή αύρα. Στις ευωδιές, στις κορυφές, στις αυλές! Στο όλα και στο τίποτα. Στις σιωπές και στα αγγίγματα. Στα αν, στα θα, στα όταν και στα θέλω! Στις αλήθειες, στην ελπίδα, στο μαζί και στο πάντα. Σε όλες τις στιγμές. Με θαυμαστικά ή χωρίς αυτά. Στο κάθε τι που έζησα και που μοιράστηκα. Στις αλήθειες των στιγμών, των λέξεων, των σκέψεων, των εικόνων, των ψιθύρων, των φωνών και των ήχων! Που δεν έσβησαν. Στις σιωπές που μιλάνε καλύτερα με… αλήθειες. Ακόμα στις λέξεις που πίστεψα. Σ’ αυτές που με πλήγωσαν αλλά και στις άλλες… που δεν άκουσα. Στις απλές στιγμές. Στη φαντασία. Στα όνειρα που ίσως κάποτε γίνουν πραγματικότητα. Στα βλέμματα που αντίκρισα κι έμειναν βλέμματα, δεν έγιναν λόγια, δεν έγιναν χάδι, δεν έγιναν σ’ αγαπώ… απλά απόμειναν βλέμματα που κοιτάνε ολόισα στα μάτια και γίνονται ανάσες. Αυτά είναι τα αληθινά…
Πώς να σταματήσω, λοιπόν, το μυαλό να ονειρεύεται; Πώς ν’ αντισταθώ στο αύριο που περιμένω να έρθει; Όπως μπορεί, όπως προκύψει, όπως και να ’ναι… Κι αν δεν είναι τέλειο, απίθανο, θαυμάσιο, θα είναι, ωστόσο, αληθινό!
Σε όλα όσα αναφέρω εδώ και σ’ άλλα τόσα ακόμα θα ’θελα ν’ αφήσω περιθώρια για να τα συμπληρώνατε εσείς μήπως κι έχω αφήσει κάτι απ’ έξω.

11 Σεπ 2015

Λέσβος. Αποθήκη ανθρώπινων ψυχών…

           Τι να γράψεις και πώς να περιγράψεις τις χιλιάδες συγκλονιστικές εικόνες που ξετυλίγονται ολημερίς μπροστά σου κι αναρωτιέσαι: Αυτή είναι η Ευρώπη μας; Αυτός ο πολιτισμός της; Δεν μεταφέρονται εύκολα όλα αυτά στο χαρτί ή εδώ στην οθόνη.


Είδα και έζησα από κοντά το νησί της Λέσβου σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Είδα δεκάδες πλαστικές βάρκες να καταφθάνουν καθημερινά στις ακρογιαλιές (στις βορειοανατολικές κυρίως) φορτωμένες με πρόσφυγες. Είδα χιλιάδες απ’ αυτούς, κι ανάμεσά τους μανάδες με μικρά μωράκια, να περπατάνε κατά μήκος της κεντρικής οδικής αρτηρίας του νησιού, μέσα στον ήλιο, με την έκδηλη –κι άλλοτε σιωπηρή– χαρά της σωτηρίας, με προορισμό το λιμάνι της Μυτιλήνης. Το οποίο είχε μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο καταυλισμό, σε μια αποθήκη ανθρώπινων ψυχών.
Είδα εξαθλιωμένους ανθρώπους, ταλαιπωρημένους και εξουθενωμένους, με το χαμένο βλέμμα μιας άγνωστης ζωής μπροστά τους. Ανθρώπους-θύματα ενός πολέμου που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν πατρίδα, σπίτια, συγγενείς, τα χώματα που γεννήθηκαν, για να επιβιώσουν –πλάθοντας όνειρα– ανάμεσα σε βόμβες και σφαίρες, σε απελπισία και απόγνωση. Απόγνωση τέτοια ώστε ν’ αποφασίσουν να πάρουν το μεγάλο ταξίδι της ελπίδας, της διαφυγής, της ζωής.

            Είδα πως άφηναν τη ματιά τους να κοιτάζει πίσω κι ας προχωρούσαν βλέποντας μπροστά το τι τους περιμένει… Μαζί τους περπατούσε και η σιωπή από τα ερημωμένα χωριά τους και οι ψυχές απ’ τους άδικους θανάτους. Μπορεί να λαχταράνε ό,τι άφησαν πίσω που… ίσως κάποια στιγμή τα ξαναδούν… Όνειρα…


Είδα χιλιάδες απελπισμένους στο λιμάνι της Μυτιλήνης να περιμένουν μέσα στη μιζέρια και τη βρώμα. Η κατάσταση και η ιδίως η ματιά τους σε ντροπιάζει. Τα βάζεις με τον εαυτό σου. Είναι εικόνες που σε κάνουν να ανατριχιάζεις. Είναι η ανικανότητα να κάνεις κάτι για αυτό. Είναι τα ανάμικτα συναισθήματα που γεννιούνται μέσα σου. Είναι η ανεπάρκεια του κράτους και η ασυνεννοησία μεταξύ των υπευθύνων μεταφέροντας έτσι στους κατοίκους ένα βάρος που δεν τους αναλογεί.

Ωστόσο, οι φροντίδες των ντόπιων και των αρχών δεν επαρκούν για ένα τόσο μεγάλο και επείγον πρόβλημα. Χρειάζεται, ιδίως, ανθρωπιστική συμπεριφορά γι’ αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους που ψάχνουν απεγνωσμένα μια θέση γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Το όνειρο της Ευρώπης.

Οι φωτοσυνθέσεις περιέχουν και φωτογραφίες του Δημ. Φωτίου

5 Σεπ 2015

Φεύγω, όμως κάποιες εικόνες μένουν…

Αφήνω αύριο τις διακοπές ενός μηνός να γίνουν παρελθόν. Με το γνωστό απόθεμα μελαγχολίας που σέρνει ο καθένας στους αποχαιρετισμούς του τέλους. Σ’ εσάς αφήνω να υποθέσετε το συναίσθημα… Όσο να ’ναι πάντα κάτι πονάει…
Στα μάτια μου και στο νου μένουν οι εικόνες και… ό,τι έζησα.
           Πότε πέρασε κιόλας ένας μήνας. Το καλοκαίρι, ως συνήθως γίνεται άχρονο, και μέσα σ’ όλη αυτή τη φλυαρία της ξεγνοιασιάς, όπου όλα χαλαρώνουν, έρχεται η στιγμή ν’ ανοίξουμε φτερά όπως τα αποδημητικά πουλιά, για να ταξιδέψουμε ξανά πίσω στη φωλιά μας.


            Μένει πίσω ο Μόλυβος, το καλοκαίρι του, οι ομορφιές και οι ασχήμιες (γι’ αυτές θα μιλήσουμε άλλη φορά) τα μοναδικά ηλιοβασιλέματα, τα απαράμιλλα αγναντέματα, οι αναμνήσεις και βεβαίως… οι σιωπές. Τέλος λοιπόν στη «σιωπή» που με σκέπαζε και με βάραινε… Τη φυλάω στη μνήμη του καιρού, στο μπαούλο του χρόνου.

         Κάθε φορά ο αποχαιρετισμός –του σπιτιού, του τόπου και των ανθρώπων– με την ίδια –ολόιδια– διαδικασία. Με πιότερη φροντίδα για το σπίτι που θα κλείσει, ώστε να μείνουν όλα: κρεβάτια, καλύμματα, μαξιλάρια, καναπέδες, καρέκλες, τραπέζια, ψυγείο, καλά φυλαγμένα και τακτοποιημένα στην εντέλεια…
Οι δυο γλάστρες με τους βασιλικούς που στόλιζαν τα παραθύρια μου και χάριζαν τη μοσχοβολιά τους, έχουν παραλήπτη. Θα πάνε χάρισμα κάπου…


Απρόβλεπτο τι μας περιμένει και τι θα συναντήσουμε εκεί στη φωλιά μας. Ό,τι και να ’ναι θα το αντιμετωπίσουμε ανάλογα και… το φθινόπωρο ομοίως.

Καλό φθινόπωρο!