Σελίδες

28 Ιουν 2021

«Κόνισμα» στο εικονοστάσι μου σ’ έκανα, σύντεκνε…

Ένας μερακλής Κρητικός είναι που τον «συνάντησα» τυχαία να «κυμματοδρομεί» και να σκορπίζει το σοφό του λόγο στο διαδίκτυο, μ’ έκανε να τον λατρέψω με τα υπέροχα «ξεσπάσματά» του. Ξεσπάσματα λόγου απλού, λακωνικού, εύπλαστου και ποιητικού, θα έλεγα. Ιδιαίτερη κρητική διάλεκτος, στρωτή και εύηχη, που μπορεί να διαβάζεται με δυσκολία, ωστόσο ρέει καθάρια σαν κελάρυσμα νερού. Ένας Ζορμπάς! Ένας Καζαντζάκης! Ένας σωστός Κρητίκαρος! Παρεμβάλλω μια φράση ενός δικού μας Μυτιληνιού που, όταν γνώρισε τον Αντώνη Πρωτοπάτση ξεστόμισε: «Τούτους είνι ιβδουμήντα ουκαδιών καρδιά, ούλους καρδιά»… Έτσι, είμαι σίγουρος, πως θα είναι ο κ. Μιχάλης Στρατάκης, όλος καρδιά!
Τώρα εγώ, «πάτησα» πάνω στα γραφτά του, το λέω εγκαρδίως και ειλικρινώς, αντέγραψα ακριβώς (απολογούμαι το παράπτωμα με την ελπίδα να μην τον ενοχλεί) και σας φιλεύω με δυο θαυμάσια κείμενα. Δυο ιστορίες του που, με περισσή μαστοριά έγραψε.
"Κόνισμα" στο προσκυνητάρι μου σ' έκανα...

Καμιά φορά, που λες, μια κουβέντα ενούς αθρώπου, φτάνει και περισσεύει για να σε κάμει ν’ αλλάξεις συνήθειες και γνώμες μιας ζωής. Στο κονάκι ενούς τέθιου αθρώπου βρέθηκα, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του «πάμε στο σπίτι να πιούμε μια, μα ετσά μοσχάτη ρακή σάικα δεν έχεις ματαπιεί ποτές σου».
Με το που εκάτσαμε ‘πο κάτω από τη μουρνιά στην αυλή του, εντάκαρε να κουβαλεί του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά στο τραπέζι. Μέχρι και ασκορδουλάκους έφερε, απού ‘χα χρόνους να γευτώ. Έφερε κι ένα μισοκαδιάρικο μπουκάλι ρακή και το βρόντηξε στην τάβλα.
«Εδά που θα πιείς, πε μου άμα έχεις ξαναπιωμένη ετσά ρακή» μου ‘πε κι έκατσε.
Έπιασε το μπουκάλι και έβαλε στα ρακοπότηρα, μα ίντα να σασε πω, μήτε μισό δαχτύλι ρακή!
Πρώτη μου φορά εθώρουνα ετσά λοής τσιγκούνικο κέρασμα. Μα από την άλλη, εθώρουνα τους μεζέδες κι έλεγα από μέσα μου «μπα, τσιγκούνης δεν είναι». Ετσουγκρίσαμε τα ποτήρια, «καλώς εσμίξαμε κουμπάρε» μου ‘πε, «πάντα με το καλό να σμίγουμε κουμπάρε» του ‘πα και πάει η πρώτη. Ονειρεμένη ρακή από τ’ αμπέλια του Πρινιά.
Έπιασα κι εγώ το μπουκάλι να κεράσω κι έβαλα στα ποτήρια ετόσηνα ρακή, όση ήμουνε συνηθισμένος να βάνω. Ίσαμε πάνω, για να μπορεί στι πιώμα να βρεί η κορφή τον πάτο. «Λίγη λίγη βάνε τη ρακή κουμπάρε» μου ‘πε.
Εμάργωσα, σε δύσκολη θέση εβρέθηκα, γιατί μια ολιά προσβλητική άκουσα την κουβέντα του. Εκατάλαβε το κι έβαλε τα γέλια, μα πράμα δε μου ‘πε.
Σαν ήρθε η ώρα να ξανακεράσει, ντάκα το ίδιο, μισό δαχτύλι ρακή έβαλε στα ποτήρια. Δεν άντεξα.
«Συμπάθα με, κουμπάρε, μα πε μου γιάντα βάνεις ετόση να λίγη ρακή στα ποτήρια;» τονε ρώτηξα. Έπιασε το μπουκάλι και μου απάντησε: «Για να τ’ αδειάσομε, κουμπάρε»!
Αστροπελέκι έπεσε στο νου μου η κουβέντα του και φώτισε το σκοτίδι μου.
Εκατάλαβα πως χίλια δίκια είχε κι όλου του κόσμου η σοφία κρυβότανε στα λόγια του.
Για ν’ αδειάσεις το μπουκάλι, πρέπει να τηνε πίνεις σταλιά σταλιά. Και τ’ αδειάσαμε το μπουκάλι κι έβαλε και στο μηχάνημα ν’ ακούμε Σκορδαλό ν’ αναντρανίζει η ψυχή μας κι εγώ ευτυχισμένος αιστανόμουνα που είχα μάθει ακόμη μια ακάτεχη μεγάλη αλήθεια.
Για ν’ αδειάσω το μπουκάλι τση ζωής μου, πρέπει να πίνω σταλιά σταλιά και τα καλά της και τα κακά της. Σταλιά σταλιά, γιατί μαζωμένα, σκοτώνουνε το ίδιο και τα δυό.


Και όταν είχαμε πιεί κάμποση ρακή και είχε ξεχαλιναρωθεί ο νους μας, του 'καμα την ερώτηση: -''Πε μου δα εσύ που κατέχεις, ίντα χρειάζεται ο άθρωπος για να ζήσει;'' 
-''Ο περήφανος θέλει μόνο παξιμάδι, ελιές, τυρί, κρασί, ρακή, λάδι, νερό κι ένα κλαδί φασκομηλιά να το μυρίζει. Πράμα άλλο δε χρειάζεται.'' μου απάντησε.
-''Κι αυτός που δεν είναι περήφανος; ''ζήτησα τη συνέχεια της ορμηνιάς του.
-''Αυτός σύντεκνε, όσα και να 'χει, θέλει να 'χει εκείνα που δεν έχει.'' μου αποκρίθηκε.
Σκέφτηκα πολλή ώρα τούτες τις κουβέντες του και του 'καμα άλλη ερώτηση:
-''Και για να 'ναι ο άθρωπος ευτυχισμένος, ίντα πρέπει να ΄χει;''
Πριν καλά καλά ολοκληρώσω την ερώτησή μου ήρθε η απάντησή του:
-''Φίλους σύντεκνε. Πολλούς φίλους. Μιλιούνια φίλους. Όλους τσ' αθρώπους να 'χει φίλους. Και λίγους συγγενείς. Οι συγγενείς χρειάζονται μόνο για να κάνουνε στον άθρωπο απαραίτητους τσι φίλους. Να χαίρεται τσι φίλους του και να αντέχει τσι συγγενείς του.''
Δεν τον ρώτησα πράμα άλλο. Μόνο, σαν ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσω, μου 'καμε αυτός μια ερώτηση:
-''Κατέχεις σύντεκνε γιάντα χαίρομαι τη φιλιά σου;'' Δεν του απάντησα.
-''Γιατί πίνεις ρακή σύντεκνε, γιατί σου φτάνει για μεζές ένα παξιμάδι και μια χαχαλιά ελιές και γιατί γυρεύεις να μάθεις από μένα τον αγράμματο.'' απάντησε μόνος του στην ερώτησή του.
-''Ανάθεμα τα γράμματα που κατέχω'' είπα από μέσα μου και τον αποχαιρέτησα.

* Για την αντιγραφή Στράτος Δουκάκης

26 Ιουν 2021

Μια «Σύγχρονη Τραγωδία»…

 * Το παρακάτω κείμενο το έλαβα από την αγαπητή φίλη και ποιήτρια
Τζένη Κουφοπούλου. 
Μου έκαναν εντύπωση οι αλήθειες του 
που «φωτογραφίζουν» τη σύγχρονη ζωή μας
ή τη «σύγχρονη τραγωδία» μας.

Μια «Σύγχρονη Τραγωδία», γραμμένη από καθημερινούς ιππότες της ηλεκτρονικής διαπερατότητας! Ούτε Σοφοκλής ούτε Ευριπίδης, ούτε αίματα ούτε πάθη.

Ο Χάρης, η Ελένη, ο Πήτερ η Ναταλί... όλοι άσημοι και απαράσημοι του έρωτα και της σιωπής, που συναντιώνται λίγα pixels πιο κει απ’ τη συνάντηση, που αγκαλιάζονται εικονικά, κάνουν έρωτα φανταστικά κι αναρωτιούνται ύστερα σε ποιά ερωτογόνο ζώνη του μετρό   θα κατέβουν...

Ζωγραφίζουν τα σώματα ονειρεύονται ηδονές, κρεμούν καρφιά στη μύτη, κρίκους στα χείλη -τα φιλιά φεύγουν τρομαγμένα- στη γλώσσα μικρά μεταλλικά μπαλάκια, να μπερδεύονται τα σύμφωνα, να πνίγουν τις χαρές...
Τα βήματα βιαστικά σε επόμενες αγκαλιές sms, στα μακρινά δευτερόλεπτα μιας ζωής, που κυλάει απ’ τα δάχτυλα και τις μνήμες σα νερό τρυφερό στα ρυάκια της άνοιξης και...φεύγει.
«Α ζωή τί όμορφη που είσαι», ψιθύριζε ο Ζαχ. Παπαντωνίου στα αναγνωστικά του δημοτικού, του δικού μας, σε έναν άλλο χωρόχρονο, που η αγκαλιά ήταν σωμάτινη , αναρχική, φωτοβόλα, τα φιλιά γλυκό του κουταλιού και τα μάτια του έρωτα κατ’ ευθείαν απλώνονταν στης καρδιάς την αλάνα.
Μα η ζωή έχει δύναμη κι ο έρωτας φλόγα... θα καούν κάποια στιγμή, φαντάζομαι και θα ριγήσουν... Είθε! 

Τζένη Κουφοπούλου

18 Ιουν 2021

Η ζωή είναι όντως στιγμές…

           Εδώ και μερικές ημέρες βρέθηκε στην τσέπη μου διπλωμένο ένα χαρτάκι με μια φράση με δυσανάγνωστα γράμματα γραμμένη από μένα: «πορεύομαι με τα υλικά που μου χάρισε η ζωή». Τώρα να σας πω αν την άκουσα ή τη διάβασα δεν είμαι σίγουρος, ωστόσο θυμάμαι ότι τη σημείωσα. Τη σημείωσα γιατί ένιωσα ότι κάπου κολλάει με μένα.
Συμβαίνει, όταν διαβάζω, και λιγότερο όταν ακούω μια φράση που με αγγίζει, με την υποψία πως μπορεί να μου ταιριάζει, τη σημειώνω όπου βρω, ως συνήθως βιαστικά και κακογραμμένα, τόσο που με δυσκολεύει αφάνταστα, όταν έρθει η στιγμή να την επαναφέρω.
Έτσι και τούτη η φράση που, βλέποντάς την τώρα, άρχισε να στριφογυρίζει επίμονα στον περίγυρο του μυαλού μου. Μιας και με προκαλούσε, σκέφτηκα να την παραφράσω, όσο γίνεται, για να μου ταιριάζει καλύτερα. Άλλωστε γι’ αυτό τη σημείωσα τότε. Για κάποιο λόγο.
Προς στιγμήν, η υποψία ενοχής αν το κάνω, μου προκαλεί μια σχετική σύγχυση. Δοκιμάζω, με τη λιγότερο άδικη επέμβαση, και την γράφω δίχως να αλλάξω το νόημα και δίχως να την «κακοποιήσω». Το τολμώ κάνοντάς την, με μόνο μια λέξη, πιο συγκεκριμένη: «πορεύομαι με τα υλικά που μου χάρισαν στιγμές της ζωής μου»! Μου ταιριάζει απόλυτα και δίχως δεύτερη σκέψη την κάνω μότο μου.
Άλλωστε, και στα αθέατα μονοπάτια της πορείας μου, ανέκαθεν κουβαλούσα αυτό το υλικό από στιγμές που μου έδινε ο εαυτός μου. Ακόμη και οι ασήμαντες που δεν τις παραβλέπω μήτε τις ξεχνώ γιατί αν τις απομονώσω και τις κόψω θεωρώ ότι ακρωτηριάζω ένα μέρος της ζωής μου. 

1 Ιουν 2021

Σε πρώτο πρόσωπο…

Προσφεύγω, έστω και μια φορά στο τόσο, στα όμορφα και τα σοφά του κόσμου. Απ’ αυτά κρατιέμαι προκειμένου να γράψω ό,τι και –κυρίως– όσα θέλω…
Του το κρατάω αυτού του κόσμου…
Εντοπίζω τα δύσκολα, μετράω τα λάθη και τις παραλήψεις. Ενίοτε απρόβλεπτα.
Και δυστυχώς αμέτρητα.
Ανιχνεύω σε απαράγραπτες αλήθειες εκείνη που μπερδεύτηκε με τον μύθο κι έγινε παραμύθι.
Η αλήθεια μου! 
Αφουγκράζομαι, ανάμεσα σε άφωνα αποσιωπητικά, μια γλυκόλαλη σιωπή πληρότητας και γαλήνης που επιμένει… Ως εκ τούτου έχει κάθε δικαίωμα να επιμένει.
Όσο κι εγώ να την ανέχομαι.
Σωπαίνω αφήνοντας λόγια δίχως φωνή και δίχως πνοή να συμπορεύονται σε αχαρτογράφητες διαδρομές, όπου ο χρόνος εναρμονίζεται στο ρυθμό μιας ανάσας.
Αυτά αναλαμβάνει να τα βολέψει η ψυχή.
Επεξεργάζομαι τον ατέλειωτο χρόνο που εμπλέκεται ανάμεσα στα κενά των λέξεων και των στίχων μικρά κομμάτια της ίδιας φράσης που αποδίδουν ξεκάθαρα τις δικές τους επιβεβλημένες αποστάσεις αλλάζοντας σχήμα και νόημα.
Να το συλλάβω και να το ερμηνεύσω…
Ξεκλειδώνω με το κλειδί του σολ μια μελαγχολική κι απόμακρη μπαλάντα, από καιρό ξεχασμένη στις κοινόχρηστες μουσικές μου, που κάνει τις νότες διαφορετικά να ηχούν και τους στίχους άλλα να σημαίνουν.
Τ’ αφήνω να παίξει να πλημυρίσει η νύχτα μουσικές κι ο μέσα κόσμος νότες…
Πορεύομαι με μια Canon στο χέρι, ενώ το επίμονο φως κάνει στην άκρη - κι εγώ αυτό που νοιάζομαι είναι για να αποδώσω το ακριβές της ομορφιάςνα περισώσω όσα περιθώρια μου έδωσε η πρωινή διαύγεια.
Αφιερωμένη με τη δέουσα τρυφερότητα στη διάθεσή μου…


Σεργιανίζω σε τόπους ξάστερους και φωτεινούς, εκεί που τα όνειρα ζωντανεύουν και οι αγκαλιές είναι προορισμοί.
Εν τω μεταξύ,  κατέβαινα στις στάσεις, ν’ ανταμώσω τον ορίζοντα.
Επιστρέφω σε μέρη που χάραξαν το ίχνος τους μέσα μου.
Εγώ θα επιστρέφω κι εσύ θα επιμένεις να με δέχεσαι…
Και τελικά:
Μαζεύω τον ίσκιο μου μπας και χωρέσω το αχώρητο εφήμερο στο ευρύχωρο κενό μου.
Με μπόλικο καθόλου! 
Και τι να πεις με δυο κουβέντες της στιγμής; 
Ε, ναι, σε κουβέντα να βρισκόμαστε…