Είναι λόγια του αέρα που σε συνοδεύουν, που άκουσες, που λέγονται... για να ειπωθούν. Φευγαλέες εικόνες, απόμακροι ήχοι, ψίθυροι... που ακούς, καθώς βαδίζεις. Λόγια ανάκατα, ατίθασα, προκλητικά. Λόγια που σε πήραν στο κατόπι, στα βήματά σου, στις τρεχάλες, στις στάσεις και στις αναμονές σου. Παραμερίζεις, σε προσπερνάν, αλλά μένει ο απόηχος, το μουρμουρητό στ’ αυτιά σου. Λόγια που εξατμίζονται χωρίς ν’ αφήνουν κάτι. Ο καθένας τα ορίζει και τα νιώθει αλλιώτικα. Αφουγκράζομαι τη σιωπή. Δεν θέλουν λόγια τα λόγια για ν’ ακουστούν. Υπάρχει και της σιωπής ο ήχος. Αν τον ακούγαμε...
Είναι οι μικρές χαρές, τα μικρά «τίποτα», δώρα της ζωής που έρχονται και στριμώχνονται σε γωνιές, σκάνε επάνω μας, εκδηλώνονται γύρω μας, σκαρφαλώνουν μαζί μας, τρέχουν ξοπίσω μας. Τα μικρά κι ασήμαντα που τα συναντάμε στο διάβα μας και δεν τα προσέχουμε, τα προσπερνάμε... Δεν έχουμε χρόνο να τα προσέξουμε, να τα απολαύσουμε, να τ’ αγαπήσουμε... Κι όμως, είναι αυτά που μας προσφέρουν ανάσες κι ακουμπάν τη ψυχή μας.
Είναι οι λίγοι φίλοι, που γνωρίζουμε, παραγνωρίζουμε, διαλέγουμε και προχωράμε. Σκοντάφτουμε, αμφιβάλλουμε, αναθεωρούμε κι εκείνο που, τελικά χάνουμε είναι η ορθάνοιχτη πόρτα της ψυχής μας. Κάποια μέρα θα ‘θελα να κάτσω να μετρήσω φιλίες, όπως έλεγε μια φίλη, να δω αν μετριόνται με της καρδιάς και της ψυχής τα πάθη...
Είναι και τόσα άλλα και δεν είναι λίγα… Όσα άντεξες, όσα τόλμησες κι όσα κατάφερες. Το «ήταν», το «είναι» κι όλα τα ενδιάμεσα. Είναι εκείνο το τραγούδι που σιγοψιθυρίζεις, σου κολλάει και δεν θυμάσαι μήτε τον τίτλο, μήτε τους στίχους. Είναι το τηλέφωνο που χτυπάει, είναι εκείνη η παράγραφος στη σελίδα τάδε, ενός βιβλίου που δεν θυμάσαι τον τίτλο. Είναι οι σημειώσεις που κρατάς στα μικρά χαρτάκια κι όλο τα χάνεις. Είναι τόσα πολλά. Η καθημερινή μας ζωή, ευτυχώς, δεν στερείται από ερεθίσματα. Δεν λείπουν. Όλο και κάτι θα μας κάνει εντύπωση, κάτι θα μας αγγίξει, φτάνει να έχεις ευγενική ψυχή, όχι τσιγγούνικη.
Το τραγούδι μας
Μηθυμναίος