Ο ουρανός ανάβει τα φώτα, τίποτα πια δεν θα 'ναι όπως πρώτα.
Ξημέρωσε πάλι. Κι έχεις χαθεί...
Άδεια η ψυχή μου το δωμάτιο άδειο κι απ’ το όνειρό μου ακούω
καθάριο
το λυγμό σου να λέει: Όνειρο ήτανε, όνειρο ήτανε...
Μην ξημερώνεις ουρανέ...
Όνειρο ήτανε-Χάρις Αλεξίου
Ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ φεύγουν
οι μέρες μα δε βρίσκουμε την άκρη…
Ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα συνάντησα και
το δικό σου θαύμα…
Ανάμεσα στον ήλιο και τη μπόρα εκεί βρεθήκαμε
κι εμείς σε λάθος ώρα…
…
ανάμεσα στον ήλιο και τη μπόρα
Ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ-Βασίλης Σκουλάς
Κοίτα εγώ αν θες να ξέρεις είμαι όλα
αυτά που αναφέρεις
Μόνο που κάπου κατά βάθος όποιος με ξέρει
κάνει λάθος
Του το κρατάω αυτού του κόσμου που δε
μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι’ αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω είναι όσα
θέλω εγώ να δείχνω
… όποιος με ξέρει κάνει λάθος
Κοίτα
εγώ-Νατάσα Μποφίλιου-Γιάννης Χαρούλης
Όταν ο
Θεόφιλος, ο γνωστός λαϊκός ζωγράφος μας, ήταν στο Πήλιο, ένας ταβερνιάρης του
ζήτησε να ζωγραφίσει στο
ντουβάρι ένα άσπρο, περήφανο άλογο.
«Λυτό
ή δεμένο το θες;» ρώτησε ο Μυτιληνιός.
«Τι
διαφορά έχει;» αποκρίθηκε ο πονηρός Θεσσαλός.
«Λυτό
κάνει είκοσι και δεμένο εκατό» διευκρίνισε.
Ο πελάτης τού ανέθεσε να φτιάξει το
φθηνότερο· ηλιθιωδώς καθώς ο ζωγράφος, ούτως ή άλλως, δεν έπαιρνε πολλά και
πληρωνόταν συνήθως εις είδος.
Δεν πέρασε πολύς
καιρός και ο Θεόφιλος ξαναπέρασε απ’ το μαγαζί. Ο κάπελας του παραπονέθηκε πως
το άτι ξεβάφει, τόσο ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί απ’ τον τοίχο.
«Λυτό
δεν το παρήγγειλες;» απόρησε ο καλλιτέχνης.
Κάπως έτσι ξεθωριάζουν οι αγάπες μας, οι
φιλίες μας ακόμα και τα λόγια μας…
Μηθυμναίος