«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

31 Δεκ 2023

Το Νέο Έτος 2024

 

Με τις ευχές του μεγάλου Ζακ Μπρελ έρχομαι να συμπληρώσω τις δικές μου: 

«Σας εύχομαι πάθη, σας εύχομαι σιωπές. Σας εύχομαι να ξυπνάτε με τραγούδια πουλιών και γέλια παιδιών. Σας εύχομαι να σέβεστε τη διαφορετικότητα των άλλων, γιατί είναι σπουδαίο να ανακαλύπτουμε την αρετή και την αξία του καθενός. Σας εύχομαι να αντιστέκεστε στη στασιμότητα, στην αδιαφορία και στ’ αρνητικά της εποχής μας. Τέλος, σας εύχομαι να μην εγκαταλείψετε ποτέ την αναζήτηση, την περιπέτεια, τη ζωή, την αγάπη για τη ζωή, γιατί η ζωή είναι μια θαυμάσια περιπέτεια που κανένας δεν πρέπει να εγκαταλείπει χωρίς να δώσει σκληρή μάχη. Σας εύχομαι ιδιαίτερα, να είστε ο εαυτός σας, περήφανοι γι’ αυτό που είστε, και να χαίρεστε, γιατί η ευτυχία είναι το πραγματικό μας πεπρωμένο».

Ευγνώμονες, για άλλη μια φορά, που θα διανύσουμε το δρόμο που ανοίγει μπροστά μας το Νέο Έτος 2024, να έχουμε υγεία, ευημερία κι ας είμαστε πάντα ο ένας για τον άλλον!

24 Δεκ 2023

Παραμονή Χριστουγέννων...


Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα, στο παραπέντε της Μεγάλης Γιορτής, ξημέρωσε μια ολόλαμπρη ημέρα. Και πράγματι. Έλαμψε πρωινιάτικα ο ήλιος και ξεχάστηκε πάνω σ’ ένα δίχως σύννεφα πεντακάθαρο ουρανό, Δεκέμβρη μήνα… Χριστός γεννάται σήμερον! Το φως. Η σωτηρία. Η ελπίδα, Η αγάπη, η γέννα Του. 
Αυτός ο ήλιος απαλύνει τις αγριάδες της καρδιάς και ζεσταίνει την ύπαρξή μας. Είναι σα να  χαμήλωσε, θαρρείς, ο Παράδεισος κι εμείς φτάνουμε να τον κοιτάξουμε μ’ εκείνο το άδολο βλέμμα, όσων δεν ξέρουν καν ότι δρασκελούν στιγμιαία το κατώφλι του. «Η φύση διαθέτει αρκετή αθωότητα, αλλά πολύ απέχει από την εικόνα ενός αφελούς παραδείσου». Λέει ένας Ιάπωνας στοχαστής.
Απλώνεται θριαμβευτικά το λαμπερό χαμόγελο του καλωσορίζοντας «τη σήμερον ημέραν» παρασύροντας μαζί το άλλο, το δικό μας το από μέσα χαμόγελο, το βαθύ, το αδιαπραγμάτευτο, το ανόθευτο, το ακατέργαστο που θάλπει και στηρίζει και θερμαίνει ν' ανοιχτεί στη ζωή και στους ανθρώπους. Μας χρειάζεται.
Κι εμείς, ευτυχώς επανερχόμαστε! Εισβάλουμε απρόσκλητοι αλλά θριαμβικοί, στολισμένοι και υπέρλαμπροι για να ανταλλάξουμε τις ευχές μας. Ευχές που να βγαίνουν από το βάθος της ψυχής. Γιατί θα ακουστούν αμέτρητες φορές τούτες τις μέρες των γιορτών. Αλλά ας μην είναι από αυτές της συνήθειας, σαν σχήμα λόγου. Να ’ναι από καρδιάς και αληθινές. 

7 Δεκ 2023

Με κάτι δικά μου σήμερα, μικρά κι ανθρώπινα…

Πολλές φορές αναρωτιέμαι: τί κάνουν οι άνθρωποι όταν στερεύουν ή ξεμένουν από λέξεις; Να σας πω εγώ, που το παθαίνω συχνά: Είναι απλό και δοκιμασμένο. Έχω επιλέξει τους δικούς μου προικισμένους γραφιάδες και εστιάζω στα γραφτά τους. Διαβάζω και μαθαίνω απ’ αυτά. Είναι άνθρωποι που θαυμάζω και εκτιμώ, που ξέρω ότι ξόδεψαν χρόνο, ζύμωσαν κι έπλασαν με οίστρο και τέχνη το δικό τους το λόγο. Στα ζόρια μου, βουτάω και ψάχνω μέσα στα «θερμοκήπιά» τους να βρω και να κορφολογήσω όσα με δυσκολεύουν…


Δεν υπερβάλω αν πω ότι τους έχω αγιοποιήσει κιόλας, δίνοντάς τους θέση στο εικονοστάσι μου και –με όσο σέβας και απόσταγμα ευλάβειας διαθέτω– τους ασπάζομαι και τους τιμώ. Κατά καιρούς μεταγγίζω γουλιές του «αγιασμού» τους, «υλικά» από λέξεις και φράσεις με «οσμήν ευωδίας πνευματικής», για τις ανάγκες μου σε στιγμές «ανομβρίας» στη δική μου πορεία γραφής. 

Κρατιέμαι κι ακουμπώ στις λέξεις τους. Τεντώνω τον εαυτό μου μήπως και ψηλώσει πιο πολύ απ’ ό,τι είναι το ύψος μου. Ωστόσο, γνωρίζοντας που μπορώ να φτάσω, προσέχω

Κρατιέμαι κι ακουμπώ στις λέξεις τους. Τεντώνω τον εαυτό μου μήπως και ψηλώσει πιο πολύ απ’ ό,τι είναι το ύψος μου. Ωστόσο, γνωρίζοντας που μπορώ να φτάσω, προσέχω. Ποτέ «δεν υψώνομαι παραπάνω απ’ όσο ο καπνός που βγαίνει από το θυμιατό μιας προσευχόμενης ανάγκης» που έλεγε η Δημουλά. Μήτε κι απ’ αυτό που έλεγε η Καρυστιάνη: «η δρασκελιά σου όχι πιο πέρα από τον ίσκιο σου. Αυτό είναι το μέτρο του καθενός». Και οι δυο λατρεμένες μου. 
Αν το καλοσκεφτείς, όλο αυτό δεν είναι χαμένος χρόνος ούτε άχρηστο ξόδεμα. Είναι η ροπή μου προς το καλύτερο. Και είναι για καλό. Αξιοποιώ φυσικά το χρόνο μου για να κάνω τον εαυτό μου καλύτερο. Αν γίνεται… 

28 Νοε 2023

Καλό χειμώνα!


Τέλη Νοέμβρη, μουντό μελαγχολικό πρωινό. Η φθινοπωρινή ψύχρα με μια γλυκιά θλίψη συνοδεύει τις σκόρπιες σκέψεις. Η αισθητική μελαγχολίας που εκπέμπει η φύση επιδρά έντονα στον ψυχισμό μας δημιουργώντας μια σύγχυση συναισθημάτων. Αυτή είναι η αλήθεια της φύσης στη φάση της φθινοπωρινής μεταμόρφωσης. Και βέβαια οι μέρες που μικραίνουν αισθητά και οι νύχτες που μεγαλώνουν κι όσο ο ουρανός σκοτεινιάζει, τόσο σκοτεινιάζουν κι οι δρόμοι. Ενώ ο Δεκέμβρης ετοιμάζεται να εισέλθει…
Προς το παρόν συγκρατώ τη σκέψη ότι η ζωή συνεχίζεται χωρίς να κοιτάει τις μικρές δικές μας ζωές.

Καλό χειμώνα!

19 Νοε 2023

Έχουμε γενέθλια! - 17 χρόνια

 Σαν σήμερα Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2006 άρχισε δειλά μια διαδρομή παρουσίας μέσα από το ιστολόγιο Μηθυμναίος. Η γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας.

Σήμερα 19 Νοεμβρίου και πάλι τυχαίνει Κυριακή, συμπληρώνει 17 ολόκληρα χρόνια ύπαρξης. Σαν ταινία σε slow motion περνάν τώρα από τα μάτια μου. Τα βλέπω όλα να περνάν τρέχοντας, όπως και η ίδια η ζωή. Άντε ένας ακόμη χρόνος και ενηλικιώθηκε! 
Κάνοντας μια αναδρομή σ’ όλα αυτά τα χρόνια, κοιτούσα αναρτήσεις, φωτογραφίες, σχόλια, παρατηρήσεις και συγχρόνως θυμήθηκα όλους όσους βρέθηκαν να σεργιανούν μαζί μου σ’ αυτή τη «μπλογκογειτονιά». Διαπίστωσα με χαρά και συγκίνηση ότι ήταν πολλοί αυτοί που πέρασαν κάποια στιγμή από εκεί. Μένω και με την απορία: πώς έδεσαν έτσι τόσοι άνθρωποι που πριν δεν υπήρχαν. Αλήθεια πώς τα καταφέρναμε;… 
Εκεί ανάμεσα στις καθημερινές αναρτήσεις διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, γνωριστήκαμε, συνδεθήκαμε, συζητήσαμε, σχεδόν «συγγενέψαμε»… κάποτε χαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε και με άλλα τέτοια διάφορα βλέπαμε να περνάνε τα χρόνια. Όπως και η ηλικία μας. 
Ομολογώ ύστερα από τόσα χρόνια ότι η γεύση που μου έμεινε απ’ όλο αυτό το ταξίδι, είχε δόσεις ανείπωτης χαράς και γλύκας σε φάσεις επιτυχίας, αλλά και πίκρας στις απογοητεύσεις, έτσι γίνεται ως συνήθως, δεν γίνονται όλα τέλεια όπως θα θέλαμε. 
Ωστόσο σήμερα, παρόλη την γενική «παρακμή», ας παραμερίσουμε την όποια εξέλιξη της κατάστασης κι ας κρατήσουμε μέσα μας εκείνο το ανεκτίμητο «κάτι» που τότε μας κατείχε. Τέλος, παρ’ όλα όσα, είμαστε ακόμη εδώ στη σκηνή και μας αντέχει το σχοινί. Έχουμε γενέθλια!

Για όλο αυτό το σχεδόν καθημερινό ταξίδι μας, μόνο αγάπη και ευγνωμοσύνη έχω στην καρδιά μου για όλους σας μαζί και για έναν προς έναν. Και βέβαια οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλη την αγάπη και εκτίμηση που εισέπραξα σ' αυτά τα δεκαεφτά χρόνια μαζί σας! Είναι κάτι που ο κάθε άνθρωπος το έχει ανάγκη.

 

23 Οκτ 2023

Μορφές της Λέσβου (Αναζητώντας το χρόνο)

Η τεχνολογία επελαύνει, ωστόσο σε κάποια χωριά, εν προκειμένω της Λέσβου, ο χρόνος μοιάζει να έχει ακινητοποιηθεί σε περασμένες δεκαετίες. Κάποιους ανθρώπους τους κρατάει δεμένους ο τόπος τους. Επιμένουν να διαφυλάξουν κομμάτια, στάσεις ζωής, απλότητα, παραδόσεις, συνήθειες, που τείνουν στους  καιρούς μας να χαθούν. Όμως εκείνοι επιμένουν στην καθημερινότητά τους και η ζωή συνεχίζεται δίχως να τους επηρεάζει. 
Αναζητώντας το χρόνο στην ενότητα Μορφές της Λέσβου θα παρατηρήσετε ότι, κατά τη φωτογράφηση, κάποιοι απ’ αυτούς έχουν επίγνωση της διαδικασίας είτε συμμετέχοντας, είτε αδιαφορώντας, κι άλλοι σαν να μη συμβαίνει τίποτα ανάμεσα σε αυτούς κι εμένα. Υποθέτω ότι δεν ξεπέρασα τα όρια, άλλωστε η εικόνα είναι επικοινωνία, είναι δημιουργία, φαντασία, πάθος και πρόκληση.
 
Κουρείο στην καρέκλα του κάθονται οι ίδιοι πελάτες, χρόνια τώρα, 
για τη γνώριμη ιεροτελεστία
(Βατούσα Λέσβου)

Στον καναπέ της αναμονής περιμένουν τη σειρά τους

Τα χρόνια πέρασαν. Τα μαλλιά του άσπρισαν. Οι δραχμές έγιναν ευρώ. Ο φούρνος παραμένει. Kι εκείνος εκεί με χαμόγελο εξυπηρετεί τους χωριανούς του παρά τα ογδόντα και κάτι χρόνια του… 
(Άργενος Λέσβου)

Τα χρόνια ζωγράφισαν το πρόσωπο, άσπρισαν τα μαλλιά, 
τα χρόνια πελέκησαν της νιότης την ικμάδα. 
(Μόλυβος – Χαρακτηριστική μορφή)

Και μη φανταστείτε ότι το επάγγελμα είναι ανδροκρατούμενο 
υπάρχουν και οι φουρνάρισσες.
(Πελόπη Λέσβου)

Το καφενείο περνά κρίση.  Σήμερα όπως κάθε παλιό χάνεται στο βασίλειο της λήθης 
(Άργενος Λέσβου)

Σε λίγο ξεφουρνίζει...

Καφενείο. Αποκλειστικοί θαμώνες, οι άνδρες και η πρέφα υπόθεση ζωής 
(Βατούσα Λέσβου)

Η αγγειοπλαστική έχει μακραίωνη παράδοση στη Λέσβο. 
Την τέχνη την μάθαιναν από τους πατεράδες τους κι εκείνοι απ’ τους δικούς τους. Έτσι προχώρησε η τέχνη. Μέχρι πότε όμως;…
(Μανταμάδος Λέσβου)

Προετοιμασία με μπάλωμα των διχτυών και ξεκινά το πρωινό



7 Οκτ 2023

Ο Μόλυβος «καταδικασμένος» να «προοδεύσει»…

Μόνο με λίγη παραπάνω ευαισθησία 
θ’ αντέξουμε τις υπερβολικές δόσεις αναισθησίας

Σταύρος Απέργης

Ο Μόλυβος είναι η πατρίδα μoυ, είναι κομμάτι της ζωής μoυ. Κανένας μας δεν είναι περισσευούμενος, κανένας δεν είναι περαστικός κι ας μην είμαστε πλέον μόνιμοι κάτοικοί του. Τον αγαπάω γιατί εδώ είναι οι δρόμοι που περπάτησα, οι γειτονιές που μεγάλωσα, είναι οι αναμνήσεις μου, οι πρώτες μου φιλίες. Εδώ είναι οι τάφοι των δικών μου. Τον αγαπάω, γιατί εδώ έκανα τα πρώτα όνειρα για τη ζωή μου. Και ακριβώς επειδή τον αγαπάω δεν μπορώ να μένω αμέτοχος στα όσα διαδραματίζονται εκεί.


 Συνειδητοποιώ γενικά μια αργή, ως και σταθερή υποβάθμιση του χωριού μας. Δρόμοι βρώμικοι και σοκάκια με κλειστά κι ερειπωμένα σπίτια σημαδεμένα από το βάρος και τη σκουριά του χρόνου… και της εγκατάλειψης. Οι αρχές απούσες, αδιάφορες και, δυστυχώς, αμέτοχες. Ελλιπής καθαριότητα, δυσοσμία σε πολλά σημεία, ασυδοσία, θόρυβος, αυθαιρεσίες… Καταστάσεις αδιανόητες. Κάποιες τις έζησα. Κάποιες άλλες τις παρακολούθησα από... διακριτή απόσταση. Κάποιες, τέλος, τις διάβασα ή μου τις αφηγήθηκαν. 
Διαπιστώνω, όλο και πιο πολύ, ότι το «άσχημο» το ξεπερνάμε, παύει να μας πληγώνει. Το συνηθίζουμε έτσι ώστε να γίνεται αόρατο και μοιρολατρικά αποδεκτό. Ως πότε όμως; Ο Μόλυβος δεν ζητάει τον οίκτο μας· αγάπη και σεβασμό ζητάει. Έρχεται από μακριά, μέσα από τα κιτάπια του χρόνου και της ιστορίας. Έχει αφήσει ίχνη μιας μακραίωνης πορείας με απομεινάρια πολιτισμού που εξελίχθηκαν στην πορεία του χρόνου… Τα λιθόστρωτα σοκάκια του δέχονται τις πατημασιές του σήμερα πάνω στις χτεσινές. Ας τα σεβαστούμε, ας τα κρατήσουμε τουλάχιστον καθαρά. 
Ό,τι οραματίστηκε ο αείμνηστος Μιχαήλ Γούτος, θεμελιωτής της τουριστικής ανάπτυξης και έκτοτε πορείας του Μολύβου, θα τολμήσω να πω και να βεβαιώσω πως έμεινε, δυστυχώς, σαν μια μακρινή ανάμνηση. «Γαλήνιο τοπίο με ήμερους ανθρώπους» τον είχε χαρακτηρίσει ο κύριος Γούτος κι ακόμα σαν «επίκεντρο ανάπτυξης και ξενοιασιάς για ανθρώπους που έχουν ανάγκη γαλήνης σε μια πολυθόρυβη και αγχώδη περίοδο της εποχής μας». Άλλοι άνθρωποι τότε, άλλες εποχές, άλλα ήθη γενικώς.


Ο Μόλυβος διαθέτει καταπληκτικές φυσικές ομορφιές απ’ αυτές που, κάθε φορά και αυθορμήτως, έχω χαρακτηρίσει σαν «μαγικές», «ανυπέρβλητες», «ανεπανάληπτες» κι άλλα τέτοια ενθουσιώδη. Ποιος μπορεί να τις αγνοήσει.  Η φύση απλόχερα τον έχει προικίσει με τα δώρα της κι αυτό το έχω επισημάνει ουκ ολίγες φορές. 
Κουβαλούσαμε ένα ισχυρό γονίδιο και έχουμε καταφέρει να το ρίξουμε στο χαμηλότερο επίπεδο. Απομακρυνθήκαμε από αρχές και αξίες, έχουμε γίνει παθητικοί δέκτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Απουσιάζει η κοινή λογική, ενώ δεσπόζει μια κακή απομίμηση των πάντων. 
Κάποιοι θα πουν: σκέψεις βολεμένου ανθρώπου της πόλης. Ίσως ναι.  Αλλά ενστικτωδώς αναρωτιέμαι: σε ποιον ν’ απευθυνθώ και σε ποιον ν’ απολογηθώ. Στον εαυτό μου ίσως, μόνο εκείνος νομίζω μπορεί να με καταλάβει.

* Επειδή είμαι και παραμένω λάτρης του Μολύβου, το έχω αποδείξει και το ξέρετε. Επειδή, στο διάστημα των διακοπών μου, απογοητεύτηκα με την κατάντια του. Επειδή η κατάσταση που επικρατεί πάει προς το χειρότερο και γενικά (μακάρι να διαψευστώ) θα επιδεινωθεί. Επειδή και πάλι (δυστυχώς) θα εκλεγούν οι ακατάλληλοι, κάθισα, με πόνο ψυχής, και έγραψα το παραπάνω κείμενο.

23 Σεπ 2023

Με τα μάτια του Στράτου

Το καινούργιο βιβλίο του Στράτου Δουκάκη «Από το περιθώριο των λογισμών» είναι ακόμα ωραιότερο από το προηγούμενο «Υστερόγραφα μιας διαδρομής» που ομολογουμένως είναι ένα ωραίο βιβλίο! 
Τα ίδια αισθαντικά θέματα: ωραίες εικόνες, όνειρα, αναμνήσεις… Με δυο λόγια: γλυκιά νοσταλγία για ό,τι χάθηκε αλλά και ό,τι δεν ήταν πραγματοποιήσιμο.
Αυτά γραμμένα –ειπωμένα καλύτερα (γιατί αυτήν την εντύπωση έχει ο αναγνώστης, ότι είναι καθισμένος απέναντι στον συγγραφέα, ο οποίος του εξομολογείται όλα τα ωραία που πέρασαν από τη ζωή του, τα κοινά για όλους τους ανθρώπους. Απλώς, άλλοι τα αξιολογούν και άλλοι περνούν πλάι τους αδιάφοροι. Ο νους τους –βλέπετε– είναι επικεντρωμένος αλλού : σε χρήματα και αποκτήματα. Έτσι χάνουν όλη την ομορφιά της ζωής που βρίσκεται σ’ αυτά που εκείνοι θεώρησαν… περιττές πολυτέλειες.
 

Βλέπεις, η προσοχή τους είναι όλη στραμμένη στο μέλλον και έτσι χάνουν το παρόν (άσε πιά το παρελθόν!) Ο συγγραφέας στραγγίζει και την τελευταία σταγόνα ομορφιάς από τη ψυχή του και την προσφέρει στον άγνωστο αναγνώστη σαν δείγμα αγάπης: Πόσες ωραίες εικόνες του προβάλλει σε ιδιωτική προβολή , πόσα νοήματα που σαν βέλη εκτοξεύει από τη φαρέτρα του και βρίσκουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην καρδιά! 
Αυτή την καρδιά που πίστεψε ότι με τα χρόνια και τις δυσκολίες που πέρασε σκλήρυνε και δεν τη διαπερνά τίποτα. Μόνο ο μεταλλικός ήχος των χρημάτων που ο αναγνώστης συσσώρευσε για να έχει ασφαλή γεράματα, αφού δεν φρόντισε να έχει όμορφα νιάτα! 
Αυτά τα χρήματα τα βρίσκουν άνθρωποι που δεν τα έβγαλαν με τον κόπο τους και δεν καταλαβαίνουν την αξία τους. Έτσι τα σκορπίζουν στους 4 ανέμους μαζί με τον μόχθο του άλλου και τον ίδιο τον Άλλον. Και έρχεται τώρα ο συγγραφέας να αντικρύσει αυτά που κουβαλά ο καθένας στη ψυχή  του ως απόσταγμα… και τα ωραία και τα άσχημα. «Οι μνήμες θα μας βοηθήσουν ν αντιμετωπίσουμε το τελευταίο δύσκολο κομμάτι της ζωής.», σημειώνει εμφατικά. Οι μνήμες, νομίζω, μας φέρνουν στο νου τα «όστρακα» των αρχαίων αγγείων και τα κοσμήματα που έβαζαν μαζί με το νεκρό για να του κάνουν πιο υποφερτό τον αποχωρισμό από τους ανθρώπους του. Το ίδιο με τους αρχαίους Έλληνες έκαναν κι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι… με την ίδια λογική προκειμένου να κάνουν το θάνατο πιο υποφερτό σε αυτούς που έφευγαν, τοποθετώντας κοντά τους τα προσωπικά τους αντικείμενα. Όλα αυτά μ ένα θαυμάσιο λεξιλόγιο, που σε συνδυασμό με τον εξομολογητικό τόνο σε κάνει να μη θέλεις ν αφήσεις το βιβλίο. Τα ρήματα που τον χαρακτηρίζουν είναι: εξομολογούμαι και μοιράζομαι. 
Αλήθεια δεν είναι αξιοθαύμαστο πώς ένα παιδί 17 χρονών που αφήνει το νησί του τη Λέσβο για να ξενιτευτεί στη μακρινή Βενεζουέλα και επιστρέφει ύστερα από 41 χρόνια διαθέτει ένα λεξιλόγιο που δεν το διαθέτουν άνθρωποι που έμειναν στον τόπο τους και ασχολήθηκαν με τη Λογοτεχνία; 
Σκέπτομαι ότι το να γράφεις είναι θέμα ψυχής παράλληλα με την ικανότητα και την καλλιέργεια. Αν δεν αισθάνεσαι, δεν μπορείς να δημιουργήσεις.  Ο Δουκάκης έχει κρατήσει τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του νησιού του: ευαισθησία, συναίσθημα, αγάπη για το ωραίο, νοσταλγία. 
Κάποια στιγμή επέστρεψε στην πατρίδα του ένας σύγχρονος Οδυσσέας, λαχταρώντας να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε. Παράλληλα ανέπτυξε τη θετική πλευρά του, που τον βοήθησε να γίνει ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και ν’ ανέβει κοινωνικά στην κορυφή του τόπου, όπου εγκαταστάθηκε. 
Ποιος δεν θα 'θελε να διαθέτει έναν τέτοιο συνδυασμό λογοτεχνικού «ταλέντου» και συντελεστών επιχειρηματικής επιτυχίας; Και είναι σημαντικό το ότι το αποτέλεσμα των εμπειριών του δεν το κρατά για τον εαυτό του αλλά το κοινοποιεί στον Άλλον: μη κρίνεις τη ζωή σου από το τώρα, του λέει, γιατί έζησες κι αλλιώς: αισθάνθηκες έντονα συναισθήματα, αγάπησες, μαγεύτηκες από ονειρικά ηλιοβασιλέματα και όλα αυτά γράφηκαν ανεξίτηλα μέσα σου και θα σε συνοδέψουν μέχρι το τέλος της ζωής σου. 
Και τον παρακινεί να χαρεί αυτές τις ωραίες στιγμές έστω και με τη δύναμη της νοσταλγίας γιατί σ’ αυτή την άχαρη εποχή που ζούμε το μόνο που χρειαζόμαστε για να ισορροπήσουμε είναι η Ομορφιά. 
Να γεμίσουμε τη ψυχή μας Φως, ώστε να μην το αναζητήσουμε στο τέλος της ζωής μας σαν τον Γκαίτε. 
Ζήσαμε τα πιο όμορφα μας χρόνια  δίχως να φανταστούμε –ΕΥΤΥΧΩΣ– τι μας περίμενε. 
Τώρα ζούμε σε εποχή απρόσωπων σχέσεων και συναισθηματικής απομόνωσης κλεισμένοι ανάμεσα στους τοίχους του σπιτιού μας. Οι ανθρώπινες παρουσίες στη ζωή μας έχουν γίνει τυπικές και σύντομες και μας αφήνουν πιο μόνους από πριν. Σιωπή και απομόνωση: είναι μια  γενική πρόβα γι’ αυτό που μας περιμένει …Να βρεθεί καθένας μόνος με τον εαυτό του στην αιωνιότητα. 
Οι μόνες που μπορούν να μας βοηθήσουν ν αντιμετωπίσουμε το τελευταίο και πιο δύσκολο κομμάτι της ζωής μας είναι οι αναμνήσεις.. Ό,τι αγάπησες, δεν έσβησε. Πάντα το νοσταλγείς γιατί συνδέεται με τα νιάτα σου: τότε που ήσουν άφθαρτος και αστραφτερός! 
Τώρα ερχόμαστε σ’ ένα άλλο θέμα. Ο συγγραφέας δεν μετατρέπει σε αυτοσκοπό της αφήγησής του την «πλοκή». Έτσι, δημιουργεί ένα κολλάζ εικόνων κι εντυπώσεων, φαινομενικά ανεξάρτητων που όμως συνδέονται μεταξύ τους μ’ ένα μυστικό νήμα, όπως στους στίχους του τραγουδιού του Λουκιανού «Που βαδίζομεν κύριοι», στο οποίο αποτυπώνονται οι καθημερινές μικροϊστορίες
Ο συγγραφέας, αιώνιος ταξιδευτής σε θάλασσες ωραίων αισθημάτων απευθύνεται σε όλους γιατί η ανθρώπινη Μοίρα είναι κοινή. Τελειώνω με τους αγαπημένους στίχους ενός αγαπημένου προσώπου: του Πατέρα μου.  
«τι λοιπόν είναι η ζωή μας ακριβώς θεωρουμένη; Μια στιγμή συνδεδεμένη μ ελπίδες κι αναμνήσεις;» 

Όλγα Σταυρίδου-Δεληγιάννη *

*  Η Όλγα Σταυρίδου-Δεληγιάννη γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια σ' ένα όμορφο νησί του Αιγαίου, τη Λέσβο, όπου άνθρωποι απλοί, συνηθισμένοι, λαϊκοί, γράφουν λογοτεχνία, ποίηση, μουσική, ανεβάζουν θεατρικά έργα, ζωγραφίζουν. Έτσι απλά και φυσικά όπως αναπνέουν... Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης πετυχαίνοντάς το στην καλύτερή του ώρα... Την εποχή του Ανδρόνικου, του Κακριδή, του Τσομπανάκη, του Σακελλαρίου, του Κριαρά, του Πολίτη, του Μαρωνίτη και τόσων άλλων μεγάλων... Εργάστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματώνοντας τ' Όνειρό της. Έγραψε άρθρα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, εξέδωσε οδηγούς ευρωπαϊκών πόλεων. Ταξίδεψε πολύ... Και έζησε σαν όλους της γενιάς της -αυτής του '60- σε μια ατμόσφαιρα μαγική... 


27 Ιουλ 2023

"Της αφύλαχτης απόστασης και της τρυφερής περισυλλογής"...

Έγραψε η Ντόρα Πολίτη

«Από το περιθώριο των λογισμών»

Της Ντόρας Πολίτη

Ο φίλος μου, Στράτος Δουκάκης! Της αφύλαχτης απόστασης και της τρυφερής περισυλλογής... Με τη μουσική γλώσσα της επικοινωνίας του. Με το υψηλό ήθος γραφής, με τις καλαίσθητες αποχρώσεις, τα ευγενή ανθρώπινα μηνύματα, τις ιδιόμορφες, προσωπικές κλιμακώσεις... Κάθε φορά που περιδιαβαίνω στα κείμενά του και στους λογισμούς του, θαρρώ πως με αγκαλιάζουν χαμηλότονοι φωτισμοί, δίπλα σε βάζα με αγριολούλουδα, μπροστά σε κρυστάλλινο ποτήρι με παγωμένη σπιτική βυσσινάδα. Ή, πως αίφνης με τυλίγει πέπλο χαρμολύπης, ψυχανεμίστρα τρικυμιά! 
Ο γραπτός του λόγος, "φυτεύει" θαρρείς σε βραγιές κατάνθιστες τα... "Μη με λησμόνει", λίγο πριν τα θερίσουν δικές του "Μικρές σκέψεις και μεγάλες αλήθειες"... Διάβασα δίπλα στο κύμα της Μηθυμναίας πατρίδας του, το τελευταίο πόνημά του "Από το περιθώριο των λογισμών"... Όχι για να κάνω κριτική. Ποτέ δε το κάνω σε λογοτεχνική έκφραση του άλλου! Είτε βρίσκω το πόνημα "λίγο", είτε "φτασμένο" είτε... αχρείαστο, εκτιμώ τους πόνους της "γέννας"! Κριτικές, στείρες, μισαλλόδοξες, της έπαρσης και της έλλειψης του "ένδον σκάπτε", για μένα είναι ανάξιες προσοχής! 
Επί 42 χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος Αμερική-Ελλάδα, διατηρώ και την κάποια... λογοτεχνική μου φλέβα, έχω γνώση κρίσης και λόγου. Δεν τα διαθέτω όμως, παρά μόνο στη δουλειά μου και στα προσωπικά μου πνευματικά "ξεσπάσματα"... Έτσι, προχώρησα να "παραθερίσω" στις εξομολογήσεις του Στράτου Δουκάκη στο τελευταίο του βιβλίο. Παρότι με απαλόβρεχε το κυματάκι της Εφταλούς, ένιωθα στα μέσα μου, τις σιγανές φωτιές και τις υπόγειες πυρκαγιές από το "είναι" του φίλου Στράτου! Να καίνε χωρίς να λαμπαδιάζουν, να επηρεάζουν χωρίς να απαιτούν. Έχει για μένα τουλάχιστον, ιδιαίτερη λογοτεχνική δεξιοσύνη ο λόγος του. Στάθηκα σε κάποιες παραγράφους του, με συναισθηματικό λυρισμό. Κάποιες, ίσως να μου θύμισαν... εμένα! Ίσως να ήθελα να ήταν για μένα! "Εσωστρεφής και περίκλειστη, πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και τραβηγμένες κουρτίνες… χρόνο με το χρόνο, επιμένει να επιλέγει τον καλύτερο τρόπο που κινείται και τον ευγενέστερο που μιλάει... Οι κατάλληλες λέξεις για να μεταφέρει ευαισθησίες και μυστήρια..."! Και αλλού μέσα στις σελίδες του "Έχω την αίσθηση, ότι ολούθε μέσα μου, υπάρχουν ακόμη, σκόρπια θραύσματα πανάκριβα και ανεκτίμητα, από τη σπασμένη μου ζωή..." 
Παραθέτω κάποιες προσωπικές διαπιστώσεις παρακάτω, γιατί με το Στράτο Δουκάκη, μας δένουν πολλά "προσωπικά" και... ενδογενή "συρματόσχοινα". Ο πολύχρονος ξενιτεμός, εκείνος 40 χρόνια στη Βενεζουέλα, εγώ 32 στο... Τέξας. Αγαπήσαμε τις χώρες που μας "υιοθέτησαν", με τα στραβά και με τα καλά τους, αποδεχτήκαμε, δεχτήκαμε, δώσαμε και πήραμε, σε μαραθώνια διαδρομή προς τις προσωπικές κορυφογραμμές μας. Οι διαφορές στην πορεία μας αρκετές, μας δένει, όμως, ο αλύτρωτος, ο αδηφάγος ΝΟΣΤΟΣ και ας επιστρέψαμε "σε κείνα που δεν ηύραμε...". -Ο Στράτος, συνεχίζει να ζει στα γλυκόπιοτα μέσα του, στα δυσκολοχώνευτα κάποιες φορές, της καθημερινότητας και της ρουτίνας. -Με τη γλυκόλαλη μελαγχολία του! -Με τον αχαρτογράφητο προσωπικό του αρμενιστή! -Με τον πλανόδιο πλατωνικό ερωτισμό του! Τούτος ο φίλος μου, έχει τις καταδικές του αλλαξοκαιριές και τις ψηλαφίζει πονετικά, σα να είναι παιδιά του... Το γράψιμό του, μου φαίνεται πως έχει αφή από σατέν, μετάξι, ριζόχαρτο και βελούδο πότε-πότε. Και πως άλλοτε ταλανίζεται στο ύψος και στο βάθος, μέσα στο τραχύ γκρο, στο χράμι του πολυκαιρισμένου υφαντού! Λάλο κύμα ζωογόνο και συνάμα αφρισμένο επιθετικά, η έκφραση του Στράτου. Νομίζω, αφετηρία του το αποθησαύρισμα του ονείρου που δε ξημέρωσε, και επίλογος, το αβασίλευτο όνειρο, φάρος καθοδηγητικός για τον ίδιο και για κείνους που αγαπούν τη γνήσια δημιουργία της ψυχής του. Επίλεκτη κατ’ εμέ η θέση του Στράτου Δουκάκη στη Νεοελληνική Γραμματεία Λογοτεχνίας και "άξιος ο μισθός του" για την ακατάβλητη, λεπτή, ευγενική, χαμηλότονη,  αδευτέρωτη τέχνη του.

Υγίαινε και κάρπιζε φίλε μου, ανθούς και φύλλα, λυτρωτικό καταστάλαγμα και ασίγαστη λεκτική παρακαταθήκη...

Μυτιλήνη, Ιούλιος 2023

Ευχαριστήριο
Δώρο καρδιάς απλόχερα μου έδωσες, Ντόρα, στολισμένο με τα όμορφα λόγια σου. Με συγκίνησαν όσο δεν φαντάζεσαι. Πόσο σ’ ευχαριστώ! 
Εσένα, βλέπεις, σου «μίλησαν» τα γραφτά μου κι εμένα, ανέκαθεν, μου «μιλούσε» η ψυχή σου… 
Κρατάω το μέλι απ' τα λόγια σου και σου στέλνω χαμόγελο και μια αγκαλιά!
Στράτος Δουκάκης 

17 Ιουλ 2023

Η κληρονομιά του καλοκαιριού μάς ανήκει…


Εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια στην εξοχή, όταν η εξοχή ήταν όντως εξοχή. Δεν είχαμε ξαπλώστρες, μήτε ομπρέλες - ασπρισμένες πεζούλες μόνο στην αυλή ή έξω από τον πλαϊνό τοίχο της πόρτας. Δυο μέτρα μπροστά η θάλασσα, το κύμα, τα βότσαλα η άμμος και πιο πέρα στρώμα τα φύκια, και μια σανίδα, τόση όση για βουτιές και δέσιμο κάποιας βάρκας. Απ’ όλα είχε και… παιχνίδι, βέβαια, όλη μέρα. Και το κολύμπι παιχνίδι ήταν. 
Παραμέσα ο πλάτανος, θεόρατος φάνταζε στα μάτια μου, τα οπωροφόρα στο κτήμα του Μπάρμπα-Φώτη, οι καλαμιές κι οι τζιτζιφιές στην άκρη του τοίχου, το πηγάδι με το ροδάνι να το γυρίζει ένας υπομονετικός γαϊδουράκος με δεμένα τα μάτια μη και ξεστρατίσει ή ζαλιστεί με τόσες γύρες. Κηπευτικά χωρισμένα με αυλακιές να ρέει το νερό για πότισμα. Και τι δεν είχε… ένας απλός παράδεισος που χαμήλωνε στα μέτρα μας τόσο που με μια δρασκελιά φτάναμε στο κατώφλι του… 
Αλήθεια, τί άλλα ήταν τα σημαίνοντα της ζωής τότε; Τί άλλο ακριβώς κάναμε όσοι τουλάχιστον προλάβαμε κάμποσο από εκείνο το «τότε»; Λες και σαρώναμε ξεγνοιασιές που θα τις φυλάγαμε για όταν θα μεγαλώναμε; Ποιος μπορεί να ξέρει… 
Α, και τούτο μην το ξεχάσω, θα ήταν παράλειψη, στα τόσα, να μην το αναφέρω. Υποθέτω θα καταλάβατε για ποιες στιγμές θέλω να πω: για κείνες τις  ώρες στα καλοκαιρινά μεσημέρια, όταν οι γονείς κοιμούνταν εμείς δεν έπρεπε να βγάζουμε κιχ. Ήταν κανόνας! 
Τώρα, καθιστός στην ασπρισμένη πεζούλα σ’ ένα μικρό διάλειμμα, ανάμεσα στα «σημαίνοντα» της σήμερον ημέρας αναπολώ εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια μου, κληρονομιά που μου ανήκει. Έχω μπροστά μου τη θάλασσα, το κύμα, τα βότσαλα την άμμο και πιο πέρα στρώμα τα φύκια, και στη φαντασία μου μια, τόση δα, βαρκούλα, απ’ αυτές που φτιάχναμε από φλούδες πεύκου να πλέει ανέμελη με την πρωινή αύρα.

Η φαντασία μου ή αλλιώς η ποίηση που γεννά η αναπόληση.


12 Ιουλ 2023

Στα κλωνάρια ενός ημιτελούς δειλινού

Το εξήγησα στην προηγούμενη ανάρτηση με το ημιτελές κείμενό μου. Η τελευταία παράγραφος του οποίου εξαλείφθηκε. Εξ ολοκλήρου. Άλλωστε το υποσχέθηκα: «δεν θα αναφέρω το παραμικρό για την τελευταία παράγραφο». Τότε έφταιγε η ώρα (12:57’ ακριβώς!) μεσημεριάτικα. Ναι, ήταν η ώρα και… η ανελέητη κάψα του Ιουλίου. 
Τώρα είναι αλλιώς, καταμεσής ενός ετοιμόρροπου πλέον απογεύματος, περασμένες οκτώ – εννιά παρά κάτι, ο ήλιος έδυσε, βάφοντας τα χαρακώματα του ορίζοντα μ’ ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα. Πορτοκαλί προς βιολετί. Μια γλυκιά απόχρωση γαλήνης, θαυμασμού και συγκατάβασης. Άλλαξε άρδην η διάθεση. Τώρα ναι, έχει λόγους η ημέρα να τραβάει σε μάκρος. Στέκομαι, με επιφύλαξη, ανάμεσα στα δύο ενδεχόμενα: να επαναφέρω την τελευταία παράγραφο εδώ ή όχι; Συγκλίνω προς το όχι. Ας την αφήσω, σιγά μη και χάσει η Βενετιά βελόνι… πάμε για άλλα. 
Εν τω μεταξύ, αυτά τα άλλα των σκέψεών μου, επιμένουν, κάθε φορά, να συνωστίζονται στον ίδιο μονόδρομο, αλλού εγώ κι αλλού εκείνες. Το συνηθισμένο ντεκόρ κυλάει στις τροχιές μιας γλυκιάς διαδρομής αλλόκοτων συναισθημάτων, όπου, συνήθως, εκτυλίσσεται το έργο της ζωής μου. Κάπως έτσι συμβαίνει, μια σκηνή, ένα τυχαίο συμβάν, μια αναπόληση, μια λεπτομέρεια τα κάνει όλα καλύτερα, πιο βολικά, πιο τρυφερά, πιο πιασάρικα. Έτσι μου φαίνεται και έτσι είναι. 
Τι να λες; Τι να θυμάσαι; Μια από τα ίδια και πάλι. Μάλλον σε νοσταλγία το γυρίζει… Πού αλλού; Από τις καλά φυλαγμένες περγαμηνές της μνήμης κι απ’ όλες τις οδούς, επέλεγα, ανέκαθεν, τη συντομότερη: εκείνη των αναμνήσεων. Αυτή διαβαίνω, εκεί είναι οι στενές επαφές μου, οι σχέσεις και οι εξαρτήσεις μου.

Κι απέναντι στα πορτοκαλί προς βιολετί χαρακώματα του ορίζοντα, αποσιωπητικές εικόνες οι σκέψεις μου, κρέμονται στα κλωνάρια ενός ημιτελούς δειλινού. 

8 Ιουλ 2023

Στην ανελέητη κάψα του Ιουλίου

Ώρες μεσημεριάτικες κι όλα τριγύρω μου στην απόχρωση του ακαθόριστου. Το γραφτό που προετοιμάζω σεργιανίζει, για άλλη μια φορά, στο μονοπάτι των στοχασμών… Ώρα 12:57’ ακριβώς! Ανεξήγητο πως και γιατί τα περιθώρια που μου έδωσε η πρωινή διαύγεια δείχνουν να εξαντλήθηκαν. Η ψυχή σε αναρχία. Το πλάνο χαμένο κι οι αποχρώσεις παραμένουν απροσδιόριστες και… ακαθόριστες. 
Ούτως ή άλλως –με όση συνέπεια κι αν εφοδιάστηκα– επαρκώς προετοιμασμένος, σε μια συνεπαρμένη στιγμή επιβεβλημένης ραστώνης όλα μπορούν να συμβούν. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα «καθώς πρέπει» και τα «όπως πρέπει» πάνε στην άκρη. Τα διαβάσματα, οι φωτεινές σκέψεις, τα ονειροπολήματα, οι σημειώσεις, τα εύλογα νοήματα, όλα παραδομένα στην ανελέητη κάψα του Ιουλίου. 
Με λίγα λόγια η σκέψη φθίνει, στερεύει, η έμπνευση δυστροπεί. Το σεργιάνι του λόγου βραδυκίνητο, νωχελικό. Ζαλίζεται ο χρόνος, δεν υπολογίζει την ανάγκη μου. Παραμερίζει κάθε ενδεχόμενο ευαισθησίας. Δεν αφουγκράζεται την ψυχή μου που πάντα, ό,τι εκείνη του ζητούσε, απλόχερα της έδινε.


Ευκαιρίας δοθείσης λοιπόν και με την οικειότητα του ενικού που συνήθως επικοινωνώ, έχω να πω ότι εδώ, γκρεμίζεται απρόσμενα η συνέχεια. Τα χάσματα της φαντασίας και τα τεχνάσματα της πλήξης εμποδίζουν την όποια εξέλιξη στο γραφτό μου. Δεν έχω λόγους να συνεχίσω όσο τα χάσματα διευρύνονται. Δεν θα μπορέσω να καθορίσω το υπόλοιπο του κειμένου. 
Βάζω τελεία. Κλείνω απλά τα μάτια και κάνω πως δεν το βλέπω. Την τελευταία παράγραφο –το λέω τώρα– την είχα ετοιμάσει εκ των προτέρων, ωστόσο την κρατάω εκτός. Λυπάμαι, αλλά, όχι, δεν θα αναφέρω το παραμικρό για την τελευταία παράγραφο. 
Την αφήνω στην ανελέητη κάψα του Ιουλίου.

19 Ιουν 2023

Μεταπλάθοντας την ευαισθησία σε λέξεις…

Είναι στιγμές που νιώθω πόσο εξαρτημένος είμαι από τις λέξεις. Από κείνες που με τριγυρίζουν, με γοητεύουν, με βασανίζουν και… εν μέρει μου βάζουν δύσκολα. Το ίδιο μου συμβαίνει και με τις εικόνες, τις μουσικές, τους ήχους και τα συναισθήματα. Ως συνήθως δεν μ’ αφήνουν στην ησυχία μου.
Εστιάζω στα γραφόμενα ανθρώπων που εκτιμώ. Ακουμπάω στη γραφή τους τον δικό μου εαυτό. Ποθώ, όσο τίποτα, να σκύβω πάνω τους με προσοχή για να τρυγήσω... Διαβάζω τις λέξεις φωναχτά κι αυτές μου δίνουν τον ήχο τους και γίνομαι ο αντίλαλός τους. Τις σημειώνω, τις επεξεργάζομαι και τις τοποθετώ στα ράφια στην πίσω αυλή της μνήμης. Ίσως και να μου χρειαστούν.
Λέξεις ετερόκλητες μεταξύ τους που, ωστόσο, χαρακτηρίζονται από μια συνέχεια. Ρέουν, η μια πίσω από την άλλη, κρατιούνται χέρι-χέρι αναζητούν παρέα, φίλους, συνομιλητές και αναγνώστες. Δένονται με τις ιστορίες των σαν ψηφίδες ενός μικρού μωσαϊκού. Μπερδεύονται γλυκά. Θέλουν να «κολλήσουν» στις κατάλληλες φράσεις για να περιγράψουν, να ξεχωρίσουν, να αναδειχτούν.
Ψάχνω, με συμπυκνωμένη πλέον η σκέψη μου, να δω πως γίνεται –εδώ είναι τα δύσκολα– να μεταπλάθω την ευαισθησία μου σε λέξεις. Να ταιριάζουν μ’ αυτήν. Παρότι τις περιβάλλω με μεγάλη αγάπη και ανεπιτήδευτο σεβασμό, φοβάμαι. Φοβάμαι, μήπως και μου γυρίσουν πεισματικά την πλάτη, μήπως αυτές που διάλεξα να μην μπορούν να αποδώσουν το συναίσθημα, να περιγράψουν το ποθούμενο.
Παίρνω φόρα και πάω να τις απλώσω επάνω στο χαρτί. Ήρθε η ώρα να «ντύσω» μ’ αυτές το γραφτό μου. Έχω κι άλλα να πω, μα νομίζω πως μάλλον φλυαρώ και σας κουράζω. Ελπίζω να μην μου λείψουν οι λέξεις που χρειάζονται για να «κουμπώσει» το κείμενο. Τ' αφήνω εδώ. Περαιτέρω περιγραφές περιττεύουν. 

Στράτος Δουκάκης

10 Ιουν 2023

Οι ήρωες των βιβλίων

Από το βιβλίο «Ούτε τύμπανα Ούτε τρομπέτες» του Γιάννη Τριάντη
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ - Έτος κυκλοφορίας 2005 · Σελίδες 152 

Όταν νυχτώνει κάτω από την Ακρόπολη και φεύγει ο κόσμος από την Έκθεση Βιβλίου, συμβαίνουν πράματα και θάματα, μας είπε μια μέρα ο κύριος Τι. Ακούστε λοιπόν: 
Μόλις κλείσουν τα περίπτερα και ερημώσει η νύχτα, ένας άλλος κόσμος βγαίνει στον πεζόδρομο και σουλατσάρει μέχρι το πρωί. Είναι οι ήρωες των βιβλίων! Απ' όλα τα μέρη του κόσμου, άγνωστοι μεταξύ τους -αλλά με μια παράξενη οικειότητα να ορίζει τη συμπεριφορά τους- οι ήρωες των βιβλίων συστήνονται, κουβεντιάζουν, πίνουν, χορεύουν, φλερτάρουν και ερωτεύονται στα σκοτεινά των δένδρων. Από κάποια στιγμή και μετά, μαζεύονται πάλι στους πάγκους των βιβλίων, αλλάζουν τηλέφωνα και διευθύνσεις και σιωπηλά επανέρχεται ο καθένας στις σελίδες του... 
Όμως ένα βράδυ, την ώρα που καληνύχτιζε ο ένας τον άλλον, δυο ήρωες δεν έδωσαν το παρών. Εκείνος, ένας μετρημένος του λατινοαμερικάνικου Νότου, κι εκείνη, μια πυρακτωμένη γαλανομάτα του Βορρά, έφυγαν κρυφά από την Έκθεση… Την άλλη μέρα, σάλος μεγάλος και ντόρος στους πάγκους. Εκδότες, συγγραφείς και περαστικοί έβλεπαν με δέος τις λευκές άδειες σελίδες στα βιβλία στα οποία πρωταγωνιστούσαν οι δυο φυγάδες… 
Κάποιος μίλησε για φλογερή ιστορία αγάπης. Άλλος για δεσμά της φυλακής που έσπασαν. Και κάποιος είπε ότι δεν άντεχαν τον ρόλο τους οι δυο ήρωες κι έφυγαν για να γράψουν δικό τους μυθιστόρημα…

* Ο Γιάννης Τριάντης είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στα Τριαντέικα Αγρινίου (6.11.1955). Σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε σε πολλές εφημερίδες (τα περισσότερα χρόνια στην «Ελευθεροτυπία»), σε περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο (υπάρχουν έτοιμα προς έκδοσιν άλλα δύο). Λατρεύει τη μπάλα, τη ζέστη, την ποίηση, τη μουσική μπαρόκ και τους δύο γιους του. 

1 Ιουν 2023

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει.

Ο Θεόφιλος* παρεπιδημούσε στο Πήλιο. Κάποτε, ένας ταβερνιάρης του ζήτησε να ζωγραφίσει στο ντουβάρι ένα άσπρο, περήφανο άλογο. «Λυτό ή δεμένο το θες;» ρώτησε ο Μυτιληνιός. «Τι διαφορά έχει;» αποκρίθηκε ο πονηρός Θεσσαλός. «Λυτό κάνει είκοσι και δεμένο εκατό» διευκρίνισε. Ο πελάτης τού ανέθεσε να φτιάξει το φθηνότερο· ηλιθιωδώς καθώς ο ζωγράφος, ούτως ή άλλως, δεν έπαιρνε πολλά και πληρωνόταν συνήθως εις είδος. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Θεόφιλος ξαναπέρασε απ’ το μαγαζί. Ο κάπελας του παραπονέθηκε πως το άτι ξεβάφει, τόσο ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί απ’ τον τοίχο. «Λυτό δεν το παρήγγειλες;» απόρησε ο καλλιτέχνης.
Εφημερίδα των Συντακτών 10/11/2014 

Κάπως έτσι ξεθωριάζουν οι αγάπες μας, οι φιλίες και τα λόγια μας…


Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους Έλληνες λαϊκούς ζωγράφους με χαρακτηριστικά έργα εμπνευσμένα από την ελληνική λαϊκή παράδοση, ιστορία και μυθολογία. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του 'βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του.