Το
παλιό ρολόι στο τοίχο, με τους γερασμένους δείκτες του να μετράνε και να
σχεδιάζουν το χρόνο, σήμανε κιόλας δώδεκα. Κι εκεί που νόμιζα ότι όλα έχουν πάρει το δρόμο τους… οι σκέψεις εκεί,
δε λένε να συντονιστούν.
Η
ψυχή και ο νους –δυο κόσμοι χωριστοί– κάνουν τις βόλτες τους κι
ανακατεύονται χωρίς να συναντιούνται. Και παραπέρα το ασήμαντο, το απόλυτο, το
πραγματικό, το αυθεντικό «εγώ» μου, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς
προσχήματα, χωρίς συμβάσεις και κανόνες, απασχολεί τον
ψεύτικο εγωισμό του και μου ζητά απεγνωσμένα να το βαφτίσω σημαντικό.
Απλώνω το χέρι και πιάνω το βιβλίο που ήταν πάνω στο κομοδίνο. «Οι κύκνοι δεν θα κλάψουν απόψε». Ποίηση!… Ποιος νοιάζεται για ποίηση σε δύσθυμες και μελαγχολικές εποχές, Δημήτρη μου*…
Ή μήπως το αντίδοτο είναι το μέτρο και οι ρίμες;
Παρ’ όλα αυτά το ανοίγω και στη σελίδα σαράντα έξι διαβάζω: «Στα συρτάρια φυλακίζω το πνεύμα μου εκεί που οι λέξεις υπνοβατούν σε χιλιάδες χειρόγραφα»…
«Εν τη ρύμη του λόγου…» (δανεισμένο από άλλο βιβλίο του, τούτο) οι λέξεις –με μέτρο και ρίμα– «υπνοβατούν» και χάνονται μέσα στις γλυκές νότες της μουσικής, που, εν τω μεταξύ, έχει δυναμώσει. Τι σύμπτωση! Ανέκαθεν, συνοδοιπόροι μου στα σύννεφα οι λέξεις και η μουσική. Μαζί, στα ταξίδια «του μυαλού και του χάρτη μου»…
* Επικαλούμαι τον ποιητή Δημήτρη Νικορέτζο
Απόσπασμα από το άρθρο μου: Σκέψεις αδέσποτες κι όνειρα απ' τα ίδια…
Μηθυμναίος