«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

29 Οκτ 2020

Ο Αλμπέρ Καμύ και η Λέσβος

Διψασμένος για νέες εμπειρίες, ο Καμύ ταξίδεψε τρεις φορές στην Ελλάδα απολαμβάνοντας κάθε στιγμή. Η πρώτη φορά ήταν τον Αύγουστο του 1939, όταν επισκέφτηκε τα νησιά του Αιγαίου με τη φίλη του Κριστίν, διαβάζοντας Επίκουρο και Στωικούς φιλοσόφους. Η δεύτερη ήταν το 1955, όταν δέχτηκε πρόσκληση από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών να συμμετάσχει ως κεντρικός ομιλητής σε συνέδριο αφιερωμένο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Φιλοξενήθηκε από τον ψυχολόγο Άγγελο Κατακουζηνό, σε ένα σπίτι γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, που χάρη στον Καμύ μετατράπηκε σε κυψέλη ιδεών. Η Τρίτη φορά ήταν το 1959, όταν ταξίδεψε στα ελληνικά νησιά με το σκάφος του εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ και εκστασιάστηκε από το νησί της Λέσβου.         



«Ανακάλυψα το μέρος στο οποίο θέλω να ζήσω» έγραψε στον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό. «Πρόκειται για ένα πανέμορφο νησί, σχεδόν αρσενικό θα έλεγα. Θέλω να ζήσω εκεί, δίπλα στη θάλασσα, ατενίζοντας τα κύματα του Αιγαίου, αυτά τα κύματα που κουβαλούν επάνω τους τα αρώματα της πατρίδας μου, της Αλγερίας. Έχω ήδη εντοπίσει ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα, από το οποίο θα μπορώ να αποχαιρετώ τον ήλιο που δύει πάνω από το Αιγαίο, και ίσως έτσι καταφέρω να συνηθίσω την ιδέα του αποχωρισμού. Μπορώ να με φανταστώ πάνω σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός στα κύματα».

Δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Στις 4 Ιανουαρίου 1960, ο Καμύ επέστρεφε στο Παρίσι από το Λουμαρέν της Προβηγκίας, όπου είχε περάσει τις χειμερινές του διακοπές. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο φίλος του Μισέλ Γκαλιμάρ γλίστρησε πάνω στον πάγο, κάνοντας τον οδηγό να χάσει τον έλεγχο. Ο Γκαλιμάρ, βαριά τραυματισμένος, άφησε την τελευταία του πνοή λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Όσο για τον Καμύ, ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. 

Ήταν μόλις σαράντα έξι ετών.

Στο Μύθο του Σίσυφου είχε προφητεύσει: Το συναίσθημα του παραλόγου μπορεί να χτυπήσει στο πρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου.

* Απόσπασμα από το βιβλίο ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΝΟΜΠΕΛ του Κ. Αρκουδέα


26 Οκτ 2020

Τα χρυσάνθεμα του Οκτώβρη

 

Του Στρατή Μολίνου 

Συμβαίνει τους τρεις τελευταίους μήνες της χρονιάς να εμφανίζονται άνθη που από χρόνια έχουν αποκτήσει κάποιο συμβολισμό και ταυτίζονται με τον αντίστοιχο μήνα που τα φιλοξενεί. Σαν να δίνουν μιαν υπόσχεση με το χρόνο και τούτη η συνάντηση τηρείται με ακρίβεια. Υπάρχει η εξήγηση: Η νομοτέλεια της φύσης. Αλάνθαστοι οι νόμοι της.

Κάθε Οκτώβριο, λοιπόν, εμφανίζονται τα χρυσάνθεμα, τα ομολογουμένως εντυπωσιακά λουλούδια. Ο κόσμος τα λέει Αγιοδημητριάτικα και η βοτανική επιστήμη τα κατατάσσει στο γένος chrysanthemum. Μαρτυρείται ότι υπάρχουν πολλές δεκάδες είδη, γύρω στα εκατόν ογδόντα. Πατρίδα τους θεωρείται η Ιαπωνία, η χώρα των Χρυσανθέμων όπως αλλιώτικα είναι γνωστή και το χρυσάνθεμο λένε είναι το έμβλημα του κράτους. Από εκεί, το έτος 1764 πρωτοήρθε στον τόπο μας το χρυσάνθεμο το λεγόμενο «σινικόν» και μεταλλάχθηκε σε πολλές ποικιλίες. Τρεις απ’ αυτές θεωρούνται πλέον καθαρά ελληνικές.

Τα χρυσάνθεμα για τη ομορφιά τους, για τη λαμπρότητά τους, για την εποχικότητά τους, για πολλούς λόγους υμνήθηκαν. Ο ανεπανάληπτος εικαστικός Βίνσεντ φαν Γκογκ χάρισε στην ανθρωπότητα εξαίσιους πίνακες με χρυσάνθεμα, ο Γάλλος συγγραφέας Πιερ Λοτί το 1887 έγραψε το έργο «Κυρία Χρυσάνθεμο» με πολλές ομοιότητες με την υπόθεση της «Μαντάμ Μπατερφλάϊ», ενώ στην παλιά λεσβιακή εφημερίδα «Λέσβος» εμφανίζεται συχνά μία συνεργάτις με το  ψευδώνυμο Χρυσανθέμισσα.

Όταν πηγαίναμε στο δημοτικό η δασκάλα μάς είχε μάθει το παιδικό τραγουδάκι:                       

Με τ’ Αγίου Δημητρίου τη γιορτή την αγιασμένη

τα χρυσάνθεμα τριγύρω μάς γεμίζουν με χαρά.

Στη ζωή την πικραμένη και με βάσανα γεμάτη

τα χρυσάνθεμα χαρίζουν τόση χάρη κι ομορφιά.

Καμαρώστε την Αθήνα χρυσανθεμοστολισμένη

φωτισμένη από λουλούδια κι όταν είναι συννεφιά.           

Το απλοϊκό τούτο στιχούργημα δεν θα είχε τόση αξία αν δεν είχε γραφτεί την εποχή που η Αθήνα είχε ζήσει τα «δεκεμβριανά» και ήδη είχε μπει στην πρώτη φάση του «εμφυλίου» πολέμου και μεις... στην πρώτη δημοτικού. Εποχή να μη ξανάρθει. Η «ζωή η πικραμένη» και η «συννεφιά» πέρα από το ποιητικό συνταίριασμα, χωρίς άλλο, σηματοδοτούν και την ατμόσφαιρα εκείνης της ζοφερής περιόδου. Τα σεμνά και ωραία χρυσάνθεμα όσο μπορούν, δίνουν τον τόνο κάποιας αίσθησης παρηγοριάς, γίνονται αν μη τι άλλο, σύμβολο αισιοδοξίας! 

Να λοιπόν κάποιοι λόγοι που τα χρυσάνθεμα του Οκτώβρη έμειναν αθάνατα.

Στρατή σ' ευχαριστώ!

23 Οκτ 2020

Αυτή είναι η εποχή μας

 


Εδώ και καιρό –δεν είναι μυστικό, άλλωστε– δεν είμαστε πια οι ίδιοι, όπως ήμασταν. Μήτε οι σχέσεις μας είναι ίδιες. Στην αδιανόητη, αργόσυρτη θολή κι αφύσικη εποχή που ζούμε, έχουμε απομακρυνθεί –ιδίως τώρα– περισσότερο απ’ όσο η απόσταση που μας χωρίζει.

Αυτή είναι η εποχή μας.

Κάπου έχουμε εγκλωβιστεί στην απομόνωση και στη μοναξιά μας. Μπορεί να είμαστε πιο συνδεδεμένοι και ταυτόχρονα πιο μόνοι. Μπορεί να ανταλλάσσουμε ένα σωρό μηνύματα με τις διαδικτυακές επαφές μας, αλλά μας λείπει αυτή η γλυκιά επαφή με τα μάτια. Τα κοινωνικά δίκτυα, οι κάθε λογής οθόνες και τα καλώδια, μας έχουν επηρεάσει τόσο ώστε να έχουν γίνει πλέον η συντροφιά μας. Τα αφεντικά μας. 

Αυτή είναι η εποχή μας.

Μπορεί να έχουμε περισσότερες πληροφορίες, αλλά μεγαλύτερη σύγχυση, περισσότερη ανοχή, λιγότερο σεβασμό, αλλά και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα. Κάποτε –και το πιστεύω– ήμασταν άτομα, τώρα δυστυχώς, είμαστε χρήστες… Αυτή είναι η εποχή μας, αυτό και το σύστημα που επιδιώκει να μας να μας κάνει να είμαστε ακριβώς αυτό: χρήστες και ακόλουθοι.

Γι’ αυτό, μια φορά στις τόσες, καλό θα είναι να γίνεται η απαραίτητη αποσύνδεση έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κορεσμός του συστήματος. Χρειάζεται να ξαναγίνουμε κανονικά άτομα.


16 Οκτ 2020

Τι άλλο…

Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, τι άλλο να θέλεις.
Φτάνει να ξυπνούν χαμογελαστές οι μέρες κι ας έχει χίλιες δυσκολίες ο καιρός. Φτάνει να χαίρεσαι όσο γίνεται. Να γελάς όσο μπορείς. Να αγαπάς όλο και πιο πολύ. Να νοιάζεσαι για τους αγαπημένους σου ανθρώπους. Να νοιώθεις την τρυφερότητα και το συναίσθημα τριγύρω σου. Μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, μια ανάσα, ένα άγγιγμα. Έστω κι απόμακρα, έστω και λίγο.

Τι άλλο… 


Να έχεις γαλήνη για να μπορείς ν’ απολαύσεις το καλό και δύναμη για ν’ αντιμετωπίσεις το οτιδήποτε μέλλει ν ’ρθει. Να μη σε σκιάζουν τα ζόρια της ζωής. Να ψάχνεις και να κρατάς τις καθημερινές όμορφες στιγμές. Όσο απλές, κι αν είναι. Μην αφήνεις να γλιστράει ούτε μια μέρα μες απ’ τα χέρια σου χωρίς να σε συνεπαίρνουν κάποια μικρά πράγματα: Ν’ απολαμβάνεις τον ήλιο. Την ανατολή και τη δύση του. Ένα λουλούδι, ένα κομμάτι ουρανού κι άλλο ένα θάλασσας. Άνοιξε πόρτες σε χώρους μαγικούς, διάλεξε τους καλύτερους στίχους για να διαβάζεις, την πιο όμορφη μουσική για ν’ ακούς και… να τα κοιτάζεις τα πιο γλυκά κι αθώα μάτια. 

Τι άλλο… 

Στην αμηχανία του χρόνου άδραξε αφορμές ν’ ονειρευτείς. Στη μοναξιά του εαυτού σου μη κλειστείς. Κράτησε μόνο λίγες στιγμές για τις γλυκές σου αναμνήσεις. Αυτές που απέκτησαν αξία μνήμης. Ξέχνα ό,τι σε πίκρανε. Στη θλίψη μην παραδοθείς. Κι αν χρειαστεί να κλάψεις καμιά φορά, μη κρατάς εκείνον τον κόμπο που σε πνίγει, Κλάψε. Κλάψε για κάτι που τ’ αξίζει. Για κείνους τους ανθρώπους που τώρα σου λείπουν. Που είχες την τύχη να τους έχεις κοντά και δίπλα σου. Και τώρα δεν υπάρχουν.

Τι άλλο…

Να έχεις τις απόψεις σου και να σέβεσαι τις απόψεις των άλλων. Ποτέ μην προδώσεις «τα πιστεύω» σου. Υπάρχει κάθε στιγμή στις άπειρες λεπτομέρειες, ας χρησιμέψουν σε κάτι. Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι.

Τι άλλο...


2 Οκτ 2020

Το οικείο της νιότης που χάνεται…


Μέσα στη μελαγχολική γύμνια της εποχής που μας έλαχε να ζούμε είναι και κάποιες στιγμές που, θέλεις δε θέλεις, αδύνατο να αρνηθείς. Μήνες είχαν περάσει, αναβολή στην αναβολή, για κείνη τη φιλική σύναξη. Απρόσμενη η πρόσκληση. Θερμή η παράκληση. Και πώς να αρνηθείς;

Με τη φευγαλέα απροσδιόριστη αγωνία του φόβου να κυριαρχεί, το επιβεβλημένο πρωτόκολλο στη σκέψη και το ενδεχόμενο του τι θα συναντήσεις να απαιτεί μεγάλη προσοχή. Δέχτηκα να πάω.

Εντάξει, εφτά άτομα όλα κι όλα. Μέσα στα όρια. Οι μάσκες μπορεί να έκρυβαν το μισό πρόσωπο, ωστόσο ήταν εμφανή κάποια άλλα σημάδια. Ήταν η περίπτωση; Ήταν οι τόσοι μήνες; Δεν ξέρω, πάντως με την πρώτη ματιά διέκρινα στους φίλους μου το πέρασμα του χρόνου. Σε μερικούς ανελέητο. Σε άλλους κάπως φιλικό. Υποθέτω πως το ξάφνιασμά μου δεν έγινε αντιληπτό. Ποτέ δε είχα ανάγκη, τόση όσο τώρα, έναν καθρέφτη δεν έχω τέτοιες αγωνίεςνα κοιταχτώ. Να δω και να συγκρίνω και τα δικά μου σημάδια. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έντονα ένα βαθύ και μυστήριο συναίσθημα: πώς γίνεται –σε τόσο λίγο διάστημα που είχαμε να ιδωθούμε– να χάνεται το οικείο της νιότης… Κατά τα άλλα ήταν μια όμορφη βραδιά. Μας έλειπε. Μας λείπει…