Άλλη ήταν η αιτία που
ξημερώνοντας κόντεψα στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει. Δυο κοκκινολαίμηδες, ανάμεσα
στα κλαριά της ακακίας, ερωτοτροπούσαν και ζάλιζαν με τις τρίλιες τους το
ξημέρωμα. Είχα διαβάσει –αλλά δεν μου ’χε τύχει– πως ο κοκκινολαίμης στα κέφια
του, βάζει κάτω και αηδόνι… Και πράγματι τέτοιο κελάηδημα πρώτη φορά άκουγα. Έτρεξα
να πάρω τη φωτογραφική, δεν θα έχανα, φυσικά, τέτοια ευκαιρία. Πλησίασα και
πάλι, ακροπατώντας, αλλά δεν ήταν πια εκεί…
Κι όπως έψαχνα με αγωνία να δω, ανάμεσα στα κλαριά, η ματιά μου πιάνει μια ανεπαίσθητη κίνηση στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Ένα ζευγάρι νέων, ακούμπησαν στη κολώνα αδιάφοροι και… προφανώς ερωτευμένοι –καθώς
εδικαιούντο να είναι– κι αντάλλαζαν λόγια, χάδια κι αγάπη. Εκείνη, λεπτή,
σχεδόν αέρινη. Εκείνος, λεβεντόκορμος, κάπως συνεσταλμένος, κρατάει στα χέρια
του το πρόσωπό της κι απαλά, προσεχτικά χαϊδεύει τα μαλλιά της.
Ήταν τόσο τρυφερό όλο αυτό, που έκλεψε και κράτησε, για μια στιγμή, το φευγαλέο βλέμμα μου καρφωμένο επάνω
τους. Να που κι ο έρωτας συνωμοτούσε κι αυτός, ξημερώματα!
Δεν μπόρεσα, αλήθεια… δεν
γινόταν, έστω και διακριτικά, να στρέψω αλλού τη ματιά μου. Ντράπηκα για την...
αδιακρισία μου! Σκέφτηκα να τραβήξω την κουρτίνα να μην γίνει αντιληπτή η
παρουσία μου. Ωστόσο, βρήκα την ιδέα ιδιαζόντως απεχθή, πουριτανική.
Να σου δίνεται, λέω, η
ευκαιρία –πότε θα σου ξαναδοθεί– να θαυμάσεις μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα
ομορφιά δυο νέους να εκφράζουν τόσο αγνά και τρυφερά την αγάπη τους –παράξενο
στις μέρες μας– και να αποστρέφεις το βλέμμα, δήθεν πως μόνο το χάραμα και τους
κοκκινολαίμηδες θέλησες να θαυμάσεις... Μου φάνηκε, αν μη τι άλλο, υποκριτικό.
Συγχρόνως σκεπτόμουν: τι δουλειά έχω εγώ που,
ξημερώματα, ένα ζευγάρι κοκκινολαίμηδων θέλησα να φωτογραφίσω και αν’ αυτού
έμεινα να θαυμάζω ένα άλλο ζευγάρι ερωτευμένων. Καμιά δουλειά!
Μ' αυτές τις σκέψεις, με την
κάμερα –δίχως ένα κλικ– στο χέρι, τα μελωδικά πουλιά αλλού να
άδουν και το ζευγάρι, ευδαίμονες και πιασμένοι απ’ το χέρι, έστριψαν στη γωνιά και...
χάθηκαν!
Στο καλό! Έκανα με το χέρι μου.