Να αγαπάμε
όσους αξίζουν την αγάπη μας!
Και… μακάρι,
κάτω από τη μάσκα να ξαναφανούν χαμόγελα!
Να αγαπάμε
όσους αξίζουν την αγάπη μας!
Και… μακάρι,
κάτω από τη μάσκα να ξαναφανούν χαμόγελα!
Ένας μικρός μαθητής απευθύνεται στον πατέρα του και τον ρωτά:
-
Μπαμπά, είσαι καλός στα μαθηματικά;
-
Ναι!
-
Αν κόψω μια τούρτα στα 3, είναι το 0,333 της τούρτας. Σωστά;
-
Σωστά!
-
Όμως, πολλαπλασιάζοντας το 0,333 επί 3 μας δίνει 0,999, πού είναι αυτό που
λείπει;
-
Κολλημένο στο μαχαίρι παιδί μου!
- Ευχαριστώ, μπαμπά!
Κι εγώ κρατάω τη σύστασή της και προσπαθώ να την κάνω πράξη και μότο ζωής.
Μια «Σύγχρονη Τραγωδία», γραμμένη από καθημερινούς ιππότες της ηλεκτρονικής διαπερατότητας! Ούτε Σοφοκλής ούτε Ευριπίδης, ούτε αίματα ούτε πάθη.
Ο
Χάρης, η Ελένη, ο Πήτερ η Ναταλί... όλοι άσημοι και απαράσημοι του έρωτα και
της σιωπής, που συναντιώνται λίγα pixels πιο κει απ’ τη
συνάντηση, που αγκαλιάζονται εικονικά, κάνουν έρωτα φανταστικά κι
αναρωτιούνται ύστερα σε ποιά ερωτογόνο ζώνη του μετρό θα
κατέβουν...
Τζένη Κουφοπούλου
Στην πραγματικότητα μ’ αρέσει που το κάνουν. Κι εγώ το κάνω.
Ας κρατήσουμε μέσα μας όλες τις όμορφες στιγμές
που ζούμε ή που ζήσαμε μαζί της. Ας της χαρίσουμε το «ευχαριστώ» που οφείλουμε
για κάθε στιγμή που μοιραστήκαμε. Ας μείνουμε, έστω για λίγο, στις απλές
στιγμές, στα αγγίγματα, στις αλήθειες των λέξεων, των σκέψεων, των σιωπών, των
φωνών, των ψιθύρων. Στα βλέμματα που στοχεύουν στα μάτια και γίνονται ανάσες.
Στα αληθινά αλλά και στα άλλα που δεν έγιναν λόγια, δεν έγιναν χάδι δεν έγιναν «σ’
αγαπώ»!
Το αξίζουν. Ποτέ δεν είναι αργά.
Γ. Σεφέρης
Τότε, το 1987, εξέδιδα στη Βαλένσια της Βενεζουέλας
την εφημερίδα ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Τώρα, «ξεσκονίζοντας» τα τεύχη της (για άλλο
λόγο βέβαια) έρχονται στη μνήμη μου τόσα που, διαπιστώνω τελικά ότι αξίζει τον
κόπο να την ξαναδιαβάσω και να την ψηφιοποιήσω (άρθρα, γεγονότα, άνθρωποι,
συνεργάτες και χίλιες δυο λεπτομέρειες…) πριν ξεθωριάσουν στην κλεισούρα. Μέσα
σ’ όλα διάλεξα (για σήμερα) το παρακάτω άρθρο, από τη στήλη μου «μια στο καρφί
και μια στο πέταλο» και το δημοσιεύω, όπως ήταν γραμμένο (σε γραφομηχανή τότε
…) για έναν και μόνο λόγο: και τότε
ήμουν μια απ’ τα ίδια: νοσταλγός, ρομαντικός, ονειροπόλος κ.λπ. κ.λπ. Βλέπετε, ο λύκος κι
αν εγέρασε…
Χθες, καθώς βράδιαζε, άκουγα στο ραδιόφωνο το Θηβαίο να τραγουδάει το Ωροσκόπιο του Άλκη Αλκαίου από το άλμπουμ Υπέροχα μονάχοι. Αλήθεια, τι γράφει αυτός ο άνθρωπος… Οι στίχοι του –δεν χωρεί αμφιβολία– σου τάζουν ταξίδι και σε παρασέρνουν μαζί τους «σε αδέσποτο σεργιάνι».
Μέρες βροχής κι ένας αέρας δυνατός
σε παρασέρνει σε αδέσποτο σεργιάνι.
Σκηνές φιλμάρεις με μια κάμερα νυχτός
ξέμπαρκα μάτια και φευγάτα στο λιμάνι.
Στην
πολιτεία οι τοίχοι μάρτυρες βουβοί
φορούν συνθήματα παλιά ξεθωριασμένα.
Ξέρω θα φύγεις πριν χαράξει η αυγή
κι εγώ θα μείνω δίχως άλλοθι κανένα.
Μην
πεις ποτέ ποτέ πως όλα ήτανε μια πλάνη
περιπλανήθηκα μαζί σου και μου φτάνει.
Βάλε σημάδια μες στη νύχτα μη χαθείς
είναι πιο εύκολο να κλαις παρά να ζεις.
Έλεγες
αύριο θα ‘ναι ο κόσμος φωτεινός,
έλεγα είναι με το μέρος μας ο χρόνος.
Δεν ειν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός,
τις συμπληγάδες του περνά καθένας μόνος.
Μεγάλη Παρασκευή 17 Απριλίου 2009. Η δημοσιογράφος Ντόρα Πολίτη με χρίζει Θεό και μου παίρνει συνέντευξη για τη στήλη της: «αν ήμουν Θεός για μια μέρα…» στην εφημερίδα ΑΙΟΛΙΚΑ ΝΕΑ
–
Σαν άνθρωπος της ξενιτιάς και τώρα… Θεός, πώς θα παρέμβεις στα… του νόστου;
–
Θα έκανα, να μην υπάρχει ξενιτιά, ούτε και μετανάστες. Θα τους πρόσφερα εδώ
στην πατρίδα, όλα όσα ψάχνουν στα μακρινά που πάνε. Θα έκανα, η Ελλάδα ν’ ακούει τους χτύπους της καρδιάς των ξενιτεμένων,
να μην αδιαφορεί, ν’ αφουγκράζεται τη νοσταλγία για την «Ιθάκη» τους. Και σαν
Θεός, θα έκανα το θαύμα για τους δικούς
μας απόδημους για να μην νιώθουν στα ξένα Έλληνες και στην Ελλάδα… ξένοι.
–
Σαν «λογοτέχνης» Θεός, ποιους μεγάλους του λόγου και του πολιτισμού θα
ξανάφερνες απ’ τον Άδη, για να λάμψει και πάλι η Ελλάδα;
–
Τούτο χρειάζεται πολλή δουλειά και μια μέρα δεν φτάνει ούτε για το Θεό. Θα το
απλοποιήσω λοιπόν. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σ’ όλους τους μεγάλους Αρχαίους θα ξανάδινα «διαβατήριο» για
πίσω στο φως. Είναι οι μόνοι που άφησαν
παρακαταθήκη πολιτισμού και οι μόνοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τους
οποίους νιώθουμε περήφανοι. Αυτοί έκαναν την Ελλάδα να λάμψει, όταν οι άλλοι
βάδιζαν ακόμα στα σκοτάδια και αυτοί θα μπορούσαν να το ξανακάνουν.
–
Σε ποια χώρα θα παρενέβαινες για έπαινο ή για… παραδειγματισμό;
– Στην
Υπερδύναμη. Θα μάζευα όλους τους
πολιτικούς της και θα τους μοίραζα σε χώρες που είναι σημαδεμένες από τις
παρεμβάσεις τους. Να ζήσουν εκεί, και να υποστούν τα έργα των χειρών τους
στο ίδιο τους το πετσί.
–
Για την γενέτειρά σου τη Μήθυμνα κάτι εξαιρετικό που θα έκανες;
–
Είναι το
αραξοβόλι μου αυτός ο τόπος. Τον κουβαλώ,
τον πονώ, τον ποθώ! Θα υλοποιούσα λοιπόν την ιδέα ενός φίλου. Θα επέβαλα τον κιθαρωδό Αρίωνα σαν το
σύμβολο της Μήθυμνας παντού και τότε θα ερχόταν η εξέλιξη και η
αναγνωρισιμότητά της σε μια μέρα, όσο κι εγώ θα ήμουν Θεός. Αλλά το δώρο μου
στη Μήθυμνα θα έμενε στους αιώνες.
–
Για το θνητό εαυτό σου τι θα έκανες;
–
Θα μου έδινα… παράταση μήπως… προκάνω και κάτι, αλλά, κακά τα ψέματα. Σε μια
μέρα, όσο Θεός κι αν είσαι, δεν τα καταφέρνεις, έτσι που έγιναν τα πράγματα. Θα
εξολόθρευα πάντως τον πόνο, τις αρρώστιες, τον
άδικο θάνατο και για μένα και για όλους. Και… λίγο πριν τελειώσει η εξουσία
μου του 24ώρου, θα με ξανάκανα και πάλι
παιδί! Ήμαρτον, Θεέ μου…
–
Οικουμενικός Πατριάρχης, Πάπας ή κανένας;
–
Δυστυχώς κανένας! Άλλωστε και στις δημοσκοπήσεις ο… κανένας προηγείται, αφού οι αντιπρόσωποι του Θεού δεν πείθουν…
–
Μέρα Επιταφίου σήμερα και η ερώτηση άκρως επίκαιρη. Θα ξανάστελνες το «Γιο σου»
σήμερα με ευλογίες και προσευχές όπως τότε ή θα του έδινες… καλάσνικοφ στο
χέρι;
–
Θα του ’λεγα: «Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον», τώρα κι αν χρειάζεται να σε ξαναστείλω, τώρα που ο
κόσμος που πλάσαμε έγινε αγνώριστος. Για να μην παραβιάσω όμως την 6η
εντολή μου: «ου φονεύσεις» θα τον έστελνα όχι με καλάσνικοφ, αλλά με βούρδουλα, μαστίγιο και φραγγέλιο σίγουρα.
Αν και σαν «Θεός», ξέρω πως πάντα ο όχλος
θα βρίσκει τρόπο να ξανασταυρώνει τον «Υιόν του Ανθρώπου».