Άρχισε να ψιχαλίζει… κι εγώ δίχως ομπρέλα. Οι στάλες, μου χτυπάνε το πρόσωπο, θολώνουν τα γυαλιά μου. Βρίσκω καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο, στο παγκάκι του πάρκου. Τώρα οι στάλες πέφτουν δίπλα μου. Δεν βρέχομαι. Ευτυχώς! Έγιναν ήχος όμως, έτσι όπως πέφτουν στην επιφάνεια ενός μετάλλινου κουτιού, πεταμένο παραδίπλα... Μέσα στο χόρτο, που μυρίζει.
Αισθάνομαι έντονα αυτή τη μυρωδιά. Τι όμορφα που μυρίζει η γη… Γλυκαίνει η ψυχή μου. Ο ήχος της βροχής συνεχίζει στο μέταλλο. Διαπιστώνω ότι έχει και κάποιο ρυθμό… Ένα σόλο, από τζαζ μήπως; Ένα βαλς; Ένα ταγκό; (Συμφωνείς κι εσύ Σ;). Διάλεξε το ρεπερτόριο που θέλεις… Κι εγώ θα συμφωνήσω. Όπως πάντα…
Το πήρες είδηση; Το καλοκαίρι έφυγε. Ξεπρόβαλε το φθινόπωρο, όπως το θέλαμε, όπως έπρεπε. Να κι ένα πουλί, ήρθε και κάθισε στο αντικρινό δέντρο, μάλλον για να προφυλαχτεί κι αυτό. Κάτι σφύριξε… δεν κατάλαβα τι. Ενώ οι στάλες συνέχισαν να πέφτουν και να ηχούν, κάτι στίχοι μου ’ρθαν στο νου… Ψάχνω μια μελωδία να την ταιριάξω με τους στίχους και το ρυθμό της βροχής που πέφτει σιγαλά πάνω στο μέταλλο… Δεν προλαβαίνω να ξεδιαλύνω τα λόγια καθώς κι άλλα ποιήματα κι άλλες εικόνες γεμίζουν τη στιγμή. Στιγμές ξεχασμένες, από παλιά...
Τί ζήλια… Τί έμμονη ιδέα… Ενώ ζούμε σα να βρισκόμαστε στο μέλλον, όλα είναι παρελθόν. Μόλις κάνουμε ν’ αγγίξουμε τη γραμμή του μέλλοντος αμέσως βλέπουμε πως πατάμε… στο παρελθόν. Πόσο, άραγε, κρατάει το παρόν; Συλλογιέμαι το τι ήμασταν, τι ήμαστε και τι, άραγε, θα ήμαστε. Η λήθη σκεπάζει μερικές φορές τα περασμένα… Χρειάζεται να έχουμε μνήμη, λοιπόν, διαύγεια σκέψης και γενναιοδωρία για να εξηγήσουμε ό,τι μας προέκυψε… ενώ συνέβαιναν διάφορα γύρω μας… Όμως, υπάρχουν κι αυτά που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, και καθορίζουν πλέον τη ζωή μας…
Δεν πρόσεξα πως είχε περάσει τόση ώρα. «Η βροχή σταμάτησε. Τα δέντρα στάζουν μοναξιά…»*
Είχες φύγει κι εσύ από τη σκέψη μου… Δίχως αντίο…
Μηθυμναίος
* Στίχος του Τ. Λειβαδίτη