Τώρα που άνθισαν οι αμυγδαλιές, κάθε φορά που τις αντικρίζω διάσπαρτες
στους δρόμους της πόλης –ψηφίδες ομορφιάς μέσα σ’ έναν γκρίζο κόσμο– με
κυριεύει ένα αίσθημα χαράς. Τις παρατηρώ, τις θαυμάζω κι αφήνω τη ματιά μου
καρφωμένη πάνω τους. Πόσες στιγμές, πόσες ασήμαντες
λεπτομέρειες χάνουμε, αλήθεια, με μια φευγαλέα ματιά… Κάτι τέτοια, απλά τα λογαριάζω και τα προσθέτω στις μικρές χαρές της ζωής μου. Αυτές οι
πρόσκαιρες μικρές χαρές –δεν είναι και
πολλές πλέον– είναι το καύσιμο που διαμορφώνει τη διάθεσή μου. Τις
χρειάζομαι.
Την ίδια αίσθηση νιώθω, όταν πιάνω να γράφω κι άξαφνα ο ειρμός της
σκέψης και της γραφής μου σκοντάφτει σε μια λέξη που χάνεται προς στιγμήν μες
στο μυαλό μου, και δεν μ’ αφήνει να συνεχίσω. Μου συμβαίνει συχνά, τι να κάνω…
Κι είναι τότε, στην απόγνωσή και την αγωνία μου, που καταφεύγω, «εισβάλω»
κυριολεκτικά για να βρω τη λύση στο χάρτινο κόσμο μου.
Σ’
αυτόν τον κόσμο –βρίσκονται και με περιμένουν– οι σημειώσεις μου, εκεί χάνομαι.
«Σημειώσεις επί παντός». Εκεί, πάνω σε αδέσποτα χαρτάκια, σε περιθώρια τετραδίων,
σε υπογραμμισμένες παραγράφους βιβλίων, σ’ ό,τι τέλος πάντων έβρισκα πρόχειρο
μπροστά μου, σημείωνα και κρατούσα
τότε και φυσικά συνεχίζω να το κάνω ακόμη. Ξεφυλλίζοντάς τες, βυθίζομαι στο
σύμπαν τους, στον ανεκτίμητο θησαυρό μου, στις μικρές χαρές μου...