«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

26 Σεπ 2017

Διαβάζοντας Κανελλάκη μετράω σκέψεις και… νοσταλγώ στιγμές

Ένα βιβλίο σαν γλυκό κουταλιού…


Σε τούτη την αβέβαιη και μελαγχολική εποχή που όλα αμφισβητούνται και δοκιμάζονται, οι αξίες κλονίζονται και οι αρχές μεταβάλλονται, κάποιοι άνθρωποι με τεταμένες τις κεραίες μιας έντονης όσφρησης, αφουγκράζονται, αποκρυπτογραφούν και καταγράφουν μ΄ έναν ιδιαίτερα άψογο λογοτεχνικό τρόπο γεγονότα της καθεμέρας μας μετατρέποντάς τα σε ιστορίες.


          Μόλις διάβασα –και ξαναδιάβασα– το βιβλίο Ιστορίες της διπλανής κρίσης της αγαπητής Μαρίας Κανελλάκη και παρότι, ομολογώ, με κατέχουν επιφυλάξεις όσον αφορά την πρόθεσή μου, όχι να το αξιολογήσω κριτικά –πως θα μπορούσα άλλωστε– αλλά τολμώ να το κάνω μόνο για να εκφράσω το πόσο με εντυπωσίασε.
Είναι ένα βιβλίο σαν γλυκό του κουταλιού που το απολαμβάνεις σιγά-σιγά. Με περίτεχνα κείμενα, ανθρώπινα και συγκινητικά που σημαδεύουν την καρδιά και την πετυχαίνουν γι’ αυτό ακριβώς: γιατί είναι άμεσα και αληθινά! Κείμενα αισθητικής άσκησης με περιεχόμενο ζωντανό και ανθρώπινο κατάμεστο από λογής συναρπαστικές ιστορίες, στοχασμούς, φράσεις και λέξεις που συναρπάζουν, γοητεύουν και σε κρατάνε με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, βάζοντάς σου μύριους συλλογισμούς.
Έτσι, αυτά τα «Μικρά αντιασφυξιογόνα αφηγήματα της “μνημονιακής” Ελλάδας», δοσμένα με γλαφυρό και μεστό λόγο, με καθαρότητα και διαύγεια, γίνονται ο αδιάψευστος καθρέφτης που αντανακλά το πληθωρικό συγγραφικό τάλαντο και τη φραστική δύναμη της πνευματικής προσωπικότητας της κυρίας Κανελλάκη.
Τα θέματα που καταπιάνεται και τεχνουργεί με την επιδέξια γραφή της είναι σύγχρονα και καυτά, έχουν το γνώρισμα και την ατμόσφαιρα της γνωστής καθημερινότητας απ‘ όπου ανασύρονται «προσωπικοί ήρωες και αντι-ήρωες», μνήμες και βιώματα απ’ τον αστείρευτο συναισθηματικό της κόσμο, όπως αυτόν που πολλοί φέρνουμε μέσα μας.
Τέλος, δεν θα διστάσω να πω, με κάθε ειλικρίνεια, πως η γραφή της μου θυμίζει Δημουλά στα πεζά της και Αλκυόνη Παπαδάκη στα καλύτερά της.

17 Σεπ 2017

Άσπρα χαλίκια ρίχνε στο δρόμο μη χαθείς…

Εγκάρδιο «αντίδωρο» για εκείνο το τρύπιο «τότε» που… στάζει ακόμη

Δεν έχω καμιά διάθεση να ξεχάσω· να πετάξω στα σκουπίδια εκείνη την εποχή που, όπως κι εκείνη, είχε χαρακτηριστικά και συμπεριφορές ολότελα δικά της. Απείθαρχη, ανέμελη, ανήσυχη, περιπετειώδης, ευαίσθητη, γενναιόδωρη. Όπως κι εκείνη. Αρνούμαι! Ναι.
Αν το κάνω τι θ’ απομείνει; Φτάνει που υπάρχουν, έστω κι αυτά, τα σκονισμένα ξέφτια στα ράφια ενός γκρεμισμένου «τότε». Αμήχανα κι ένοχα εν μέρει κρύβονται κι όμως… υπάρχουν. Αιώνια διαθέσιμα στα καλέσματα. Κοιτάζω γύρω μου. Ψάχνω ένα χέρι, ένα βλέμμα, ένα θρόισμα, μια ανάσα. Κανείς! Αφουγκράζομαι. Σιωπή… Ο χρόνος δεν μπόρεσε να αφανίσει ως σήμερα τα ίχνη-πειστήρια που μαρτυρούν την παρουσία στην απουσία της. Ανάμεσα μνήμης και λήθης μια παράξενη απροσάρμοστη ερημιά… 
Κάθε που για όποιο λόγο, για όποιο στίχο, για όποιο τραγούδι γίνεται αναφορά, σκάει κεφάλι η μελαγχολία κι απεγνωσμένα ψάχνει στασίδι να μείνει στη φόδρα των ξέμπαρκων αναμνήσεων.

«Σαν ήσουνα κοντά μου δεν είχα τι να πω
τώρα που ζεις μακριά μου νιώθω να σου μιλώ.
Η μοναξιά με βλέπει και μου χαμογελά
πώς γίνεται η αγάπη κι αργεί κάθε φορά;»

Υπογραμμισμένοι στίχοι από τραγούδια που αρνούνται να ξεθωριάσουν. Δεν μιλάνε αλλού· μόνο σε μένα. Η μουσική συνηγορεί. Αγωνιά η καρδιά. Παραμερίζουν τα άλλα. Αναστέλλουν προσωρινά τη φθορά στη μνήμη κι αμέσως όλο αυτό το ξόδεμα γίνεται παρελθόν κι εγώ η σκιά του…

«Για ό,τι έχει γίνει πες μου αν φταίω εγώ
στις λίμνες των ματιών σου να πέσω να πνιγώ.
Αν κάποτε θελήσεις πίσω να ξαναρθείς
άσπρα χαλίκια ρίχνε στο δρόμο μη χαθείς».

Ευτυχώς που, ύστερα από τόσα, ευωδιάζει ακόμη παρελθόν. Δεν έχει σβήσει το άρωμα. Δεν έχει στεγνώσει η ψυχή. Οι ψευδαισθήσεις χάνονται όταν σταματάμε να ονειρευόμαστε. Έλα, λοιπόν, να ρίξουμε «άσπρα χαλίκια» στους διαδρόμους του μυαλού μας, ίσως –ποιος ξέρει…– προλάβουμε ν’ ανταμώσουμε στην άκρη του παρόντος...



10 Σεπ 2017

Η σκέψη –και οι φωτογραφίες– ενώνουν ό,τι χωρίζει η απόσταση…

Κι αφού επέστρεψες επιμένεις να μένεις ακόμη εκεί. Μπαινοβγαίνεις στο αχανές της ψυχής και της σκέψης σου θέλοντας να τα φέρεις όλα πίσω. Κι ευθύς ξεχύνονται μπροστά σου... Όλα! Ίδια κι απαράλλαχτα. Αφουγκράζεσαι όχι μόνο ήχους θαλασσινούς, πανσέληνους και ηλιοβασιλέματα, αλλά κι ανθρώπινα αγγίγματα και καρδιοχτύπια. Οι αγαπημένοι δεν σου έλειψαν ποτέ. 
           Αναμοχλεύεις δυνατές αναμνήσεις και ανασύρεις ανέμελες ευτυχισμένες στιγμές. Σ’ αρέσει η γεύση που σου αφήνουν όλα αυτά. Σε ξελογιάζουν! Ωστόσο το βλέμμα μένει στην απορία της τάδε φωτογραφίας που νοιάστηκες, όταν εστίαζες, να περισώσεις τον αιφνιδιασμό του μη αναμενόμενου. Το «εμβόλιμο» πρόσκαιρο που θα συμπλήρωνε την ιστορία στην «αιωνιότητα της στιγμής».

Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι να ζεις και μετά να καταγράφεις –έστω και μια φορά στο τόσο– στιγμές που θα ’χεις να θυμάσαι. Αρκεί μια εικόνα και διάθεση νοσταλγική και το μυαλό ν’ απλώνεται πιο πέρα… 
Η σκέψη, βλέπεις, ενώνει ό,τι χωρίζει η απόσταση. Και οι φωτογραφίες το ίδιο.