«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

9 Δεκ 2024

 

Στο γκρίζο φως ενός χειμωνιάτικου απογεύματος, και τον ήλιο να «ματώνει» στη δύση του ορίζοντα  ξεχασμένος κι αμήχανος στέκομαι στην αγαπημένη μου γωνιά. Κaι δεν είναι άλλη από αυτή που ονομάζω «το ιερό της καθημερινότητάς μου». Είναι φορές που δεν βρίσκω που αλλού ν’ ακουμπήσω τις θαμπωμένες μου πλέον εικόνες που εναλλάσσονται στα παράθυρα της σκέψης και της μνήμης.
Το γιατρικό μου, χρόνια τώρα, είναι να αγναντεύω για πολλή ώρα, ή τη θάλασσα ή του ορίζοντα τα χρώματα. Έτσι, στα μονοπάτια της αναζήτησης στα σύμπαντα του κόσμου και τα όνειρα σε λίστα αναμονής να ταλανίζουν τη σκέψη μου, αφήνω κάθε διάθεση συζήτησης να ξεμακραίνει κι όλα να συνοψίζονται σ’ έναν ασαφή μονόλογο.
Στο ιερό, λοιπόν, ένα παρατημένο θυμιατήρι, κειμήλιο από αλλοτινούς καιρούς, για τις σιωπηλές προσευχές που κρύβονται μες στην περισυλλογή και… παραδίπλα κάτι συναξάρια από τη γήινη διαδρομή μου, βοηθάνε ώστε να πιάνω το νήμα της σκέψης από εκεί που το άφησα.
Τώρα που τα χρόνια αθροίζονται και οι εμπνεύσεις κοστίζουν, κρατιέμαι  από τα περιθώρια των σημειώσεών μου. Τα συναξάρια μου. Αυτά με σώζουν.

26 Νοε 2024

Δεν θα τολμούσα ποτέ να πω: ας παν στην ευχή τα παλιά…


Είναι στιγμές μέσα στη μέρα, όταν αισθάνομαι να πάλλονται οι ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου, νa ανακαλώακόμη και στο μικρότερο ερέθισμαμνήμες φίλων: την αγάπη τους και κυρίως τη συνοδοιπορία μας στα εύκολα και στα δύσκολα. Και τότε ζωντανεύει εκείνη η αίσθηση η αθώα, ενός είδος έμφυτης αξιοπρέπειας που θυμάμαι μας κατείχε. Μια χούφτα κόσμος ήταν, κομμάτια και μικρογραφίες του· δεν θα τολμούσα ποτέ να τους σβήσω από τον χάρτη μου.
Βασικά –το έχετε καταλάβει ανήκω στον κόσμο του παρελθόντος, εκείνον που μέσα από τη θύμηση με βοηθάει να καταφεύγω στον εαυτό μου. Και κατά συνέπεια, μη θέλοντας να αφήσω τα σημερινά να σκονίζουν τη γυαλάδα του, αγγίζω –εννοείται– και τον κόσμο του παρόντος. Δεν μου αρέσει η θαμπάδα του χρόνου.
Άλλωστε αλλάζουμε με την πάροδο του χρόνου γιατί απλά μεστώνει το μυαλό μας, δημιουργείται η εντύπωση –λέω εγώ τώρα– πως διαθέτουμε σοφία, γινόμαστε πιο ευαίσθητοι συναισθηματικά, πιο ευχάριστοι ίσως, πιο ήρεμοι, πιο ευσυνείδητοι και κάπως σοβαρεύουμε επειδή είδαμε και… μάθαμε.
Πριν από πάρα πολλά χρόνια έγραψα: «Τι θα μπορούσε ν' αγγίξει τις χορδές της ανθρώπινης ψυχής, να τις χαϊδέψει, να τις κάνει να πάλλονται. Είναι η μουσική των σκέψεων που παλεύει με την ψυχή μου. Αν την νικήσουν θα γίνουν λέξεις». Και… να που έγιναν.
Ζητώ τη συμπάθεια και την επιείκειά σας σας, που ούτε και σήμερα μπόρεσα να ξεφύγω από τα γνωστά και τετριμμένα μου.


15 Νοε 2024

Στα τρυφερά της καρδιάς μου και στα πολύτιμά της…


Επιστρέφω και σεργιανίζω. Σεργιανίζω εκεί που αιωρούνται σμήνη από σκέψεις. Φτεροκοπάνε και μεταναστεύουν. Πάνε να φύγουν, τρέχουν, σταματάνε για λίγο, θέλω να τις προλάβω πριν μου ξεφύγουν. Προσπαθώ να τις συμμαζέψω σαν να τις «τρυγώ» από ξεραμένο δέντρο στην ερημιά του τίποτα να τις αραδιάσω, να τις ξεδιαλύνω και να τις ταιριάξω με το συναίσθημα· να τις κάνω λόγο.
Ξεχασμένες φράσεις στο αντιφέγγισμα της σιωπής επανέρχονται εκτεθειμένες στη φθορά του χρόνου και στο εφήμερο. Πιάνω το μολύβι, με σκοπό να κρατήσω σημειώσεις που θα συμπληρώσουν και θα διευρύνουν αυτές που έχω ήδη χαράξει στο χαρτί.
Επαναλαμβανόμενες φράσεις που θέλουν αγκαλιά. Κάποτε τις είχα δικές μου, το απόθεμα ήταν επαρκές. Μα τώρα δυσκόλεψαν τα πράγματα, δεν τις βρίσκω πλέον, παρότι «χώνομαι» ανάμεσά τους στα τρυφερά της καρδιάς μου και στα πολύτιμά της ψάχνοντας εκείνες που περιέχουν μονάχα το «λίγο», το «λιτό», το «μετρημένο»… Μου αρκούν…

11 Νοε 2024

Έκαστος εφ’ ώ ετάχθη και εφ’ ώ επέλεξε…

    Δανείζομαι εδώ τα λόγια ενός γνωστού ποιητή για να περιγράψω αυτό που ακόμα μια φορά διαπιστώνω στην σημερινή παράξενη εποχή, στη σημερινή κοινωνία. Εγραφε ο ποιητής: «Όταν σε απογοητεύει ένας άνθρωπος μην το αναλύεις πολύ. Δεν έφταιγε ο ίδιος. Τόσος ήταν». 
    Όλα, πλέον, αιωρούνται στο απέραντο πουθενά και στο απροσμέτρητο τίποτα. Η ανθρωπιά στο παζάρι, οι αξίες σε έκπτωση, τα συναισθήματα σε εκποίηση. Όλα, σαν τρομαγμένη απορία, κυλάνε ανάμεσα στη φθορά της καθημερινότητας και την αφθαρσία της σκέψης. Όπως είναι, αφτιασίδωτα! Γυρίζουν, πονάνε, θυμίζουν… 
    Άνθρωποι με μεταχειρισμένα αισθήματα, δεύτερης χρήσης και δεύτερης διαλογής. Το συμφέρον και μόνο αυτό ο θεός τους. Τι κρίμα… Απεχθάνομαι αυτούς που την αγάπη και τη φιλία την κρεμάνε στα μανταλάκια και την πουλάνε σε τιμή ευκαιρίας, μετατρέποντάς τες σε «δήθεν». Γιατί, μα την αλήθεια, έτσι είναι: δήθεν! Τέτοιοι ήταν. Μικροί και λίγοι! 


    Δεν θέλω να σπαταλιέμαι πλέον σε πάρε-δώσε που δεν λένε απολύτως τίποτε, με το μόνο σκοπό να σκορπίζουν εντυπώσεις. Μήτε να υποβάλλομαι στον κόπο να συνδιαλέγομαι μαζί τους κι ακόμα να τους επιτρέπω και να τους αφήνω να σκηνοθετούν με δικά τους σενάρια. Να μείνω μακριά απ’ όλο αυτό το ξόδεμα στα άνευ ουδεμιάς σημασίας, που ντύνουν τις ζωές μας, γδύνοντας την από την ουσία της. 
    Έμαθα πως το κενό τελικά πιάνει πολύ χώρο, αν τους το επιτρέψεις. Κι εγώ δεν δικαιούμαι να τους το επιτρέψω. Τους αγνοώ!