«Είμαι πάρα πολλά για να μην είμαι τίποτα και πολύ λίγος για να είμαι κάτι»… * * * * * «Ψάχνω να βρω λέξεις… που να "αγγίζουν" κι αγγίγματα που να μιλούν»…

21 Δεκ 2017

Κομμάτια που μένουν πίσω ΙΙ…

Επανέρχομαι στο θέμα με ένα ακόμη γλυπτό που μας βάζει σε σκέψεις…
Και σε τούτο, όπως βλέπετε, λείπει ένα κομμάτι (όχι κομμάτια) απ’ το σώμα, που λέει πολλά… Η καρδιά του! Το μνημείο αυτό του μετανάστη βρίσκεται στην πόλη Garachico της Τενερίφης (Κανάριοι Νήσοι) και είναι έργο του γλύπτη και ποιητή Fernando García Ramos.
Τα Κανάρια Νησιά γνωρίζουν από μετανάστευση πολύ καλά. Οι κάτοικοί τους πάντα μετανάστευαν… Αυτό το γλυπτό, λοιπόν, αναπαριστά ή μάλλον στην κυριολεξία είναι το έμβλημα της αίσθησης αυτού που μεταναστεύει.
Ένας άνθρωπος με μια οπή, ένα κενό στο στέρνο, στο μέρος της καρδιάς, ασάλευτος και μοναχός στη γυμνή ερημιά ψάχνει να βρει σταθμό στον ορίζοντα. Αποφασισμένος να κυνηγήσει το όνειρο. Σαν τα αποδημητικά πουλιά να ταξιδέψει σ’ άλλο μέρος κάποιου παραδείσου με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως χωρίς την καρδιά του. Αυτή την έχει αφήσει πίσω του, στη γη του, στους δικούς του.
Απάνθρωπη στιγμή με μια βαλίτσα στο χέρι, μια μικρή βαλίτσα που… ταυτόχρονα περιέχει πολλά: την οικογένεια, το σπίτι, τις αναμνήσεις… Κι όμως, παρ’ όλο το βάρος, είναι αυτή, που εσαεί, θα τον συνδέει με το παρελθόν… που περνάει και φεύγει. 


11 Δεκ 2017

Κομμάτια που μένουν πίσω…



Η μετανάστευση, η αναχώρηση, η αποδημία, η απώλεια της εστίας. Η απουσία, η φυγή, η προσφυγιά, τα χαμένα χώματα. Η διέλευση, η θάλασσα, τα κύματα.
Στην κόψη του χρόνου, στους ανέμους και τα κύματα του Αιγαίου πάλεψες με την ανάγκη. Κάνει στην άκρη ο καιρός και η θάλασσα να σε χωρέσουν. Αλλά πώς να σε χωρέσει αυτός ο σκληρός o κόσμος της ορφάνιας, της αδικίας και της ανέχειας;
Στις θαλάσσιες λεωφόρους, με άγνωστο προορισμό κυνηγάς το όνειρο. Ατέρμονος ο δρόμος στη χώρα που έφτασες. Η αίσθηση ότι δεν ανήκεις σε κανένα μέρος, ψάχνεις στον ορίζοντα σημάδια που θα σε φέρουν πάλι πίσω στη ζωή. Ο δρόμος πια δε σε θυμάται, σ’ έχει κιόλας απαρνηθεί…
Χώθηκες στις πρόχειρες σκηνές ν’ απαγκιάσεις το φόβο σου. Ρούχο δεν είχες να σκεπαστείς. Πάλεψες με την ανάγκη, τη φρίκη, τον οίκτο των άλλων.
Μετανάστης ή πρόσφυγας τι σημασία έχει… Πάντα μ’ ένα σάκο στον ώμο ή μια βαλίτσα στο χέρι γεμάτη εκδιωγμένες ζωές και… όνειρα αποσπασμένα από τα κλαριά του τόπου, του σπιτιού σου… Ένα μεγάλο κενό στο κορμί σου. Ένα κενό ίδιο μ’ αυτό που βλέπει κανείς στα ανολοκλήρωτα γλυπτά του Γάλλου καλλιτέχνη Bruno Catalano.

Κι αυτά τα κομμάτια που λείπουν, να ξέρεις είναι εκείνα που άφησες πίσω στον τόπο σου, σε κάθε τόπο, όπου παραμένει ένα σημαντικό τμήμα του καθενός σας.

5 Δεκ 2017

Ρυτίδες που διδάσκουν…



       Σίγουρα τον έκανες γύρω στα ογδόντα. Τον πρόσεξα με το που μπήκα και κάθισα στο διπλανό τραπέζι του παραδοσιακού καφενείου. Προσηλωμένος στο διάβασμα της εφημερίδας που είχε διάπλατη μπροστά του. Ήταν, δίχως αμφιβολία, από εκείνους τους συμπαθητικούς τύπους που μόνο σε κάτι τέτοια μέρη συναντάς. Πρόσεξα πως κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μου, ίσως για να μου πάρει κουβέντα. Ποιος ξέρει… Το ίδιο, άλλωστε, επιθυμούσα κι εγώ. Μα… δίσταζα, σεβόμενος μήπως και διαταράξω την ησυχία, τη μοναξιά και το διάβασμά του… Πιστεύω πως η μοναξιά είναι κάστρο απόρθητο, προπαντός σεβαστό, που δεν πρέπει να διαταράξεις.
Όταν η συννεφιά κάθεται πάνω στην ψυχή σου και την ανταριάζει, μάλλον θα αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου. Αλλιώς δεν γίνεται. Η μελαγχολία και το θλιμμένο μου ύφος φαντάζομαι να με πρόδωσαν, γιατί κάποια στιγμή, σα να μονολογούσε, με φωνή που σχεδόν δεν έβγαινε, τον άκουσα να λέει: «Εδώ είμαστε να μοιραζόμαστε καημούς…». Το είδα στα μάτια του, απευθυνόταν σε μένα. Να η ευκαιρία. Τράβηξα την καρέκλα κοντά του. Μου ’ριξε μια ματιά αναγνώρισης και… πάλι σιωπή. Δεν έπιασε φαίνεται η κίνησή μου κι αυτό μ’ έκανε να αισθανθώ κάπως άβολα. «Θα πιείτε ένα ούζο μαζί μου;» πρότεινα, έτσι για να σπάσει ο πάγος. Το δέχτηκε. 
Ήταν σα να γνωριζόμασταν από χρόνια, σα να διάβασε ότι κάτι έτρωγε το μέσα μου. Πιάσαμε κουβέντα –κουβέντα ψυχής– που κράτησε για ώρα. Άνοιξα την καρδιά μου, του ομολόγησα τις συννεφιές μου και… λόγο το λόγο μ’ έκανε να τον κοιτάζω στα μάτια. Κι όσο τον κοίταζα –ακούγοντας τις συμβουλές του– τόσο ένιωθα να μου φεύγει το γκρίζο της  συννεφιάς μου. Κι εγώ ο ανήμπορος, το νόμιζα αδύνατο.
Και να, τώρα κάθομαι κι ακούω έναν υπέροχο γέροντα που με τα λόγια του δεν κοιμίζει το μυαλό μα αναποδογυρίζει τα δεδομένα. Τι να τα κάνω όλα τ’ άλλα μπροστά σε μια τέτοια καθαρή σκέψη, σ’ ένα τόσο σωστό λόγο, σε μια τόσο  ανθρώπινη συνείδηση. Δεν έχω συναντήσει, πιστέψτε με, πιο ανοιχτό μυαλό. Είναι απ’ τους ανθρώπους που τους ακούς και πείθεσαι ότι έχουν δίκιο. Υπόσχεσαι την επόμενη φορά που θα σε πιάσουν τα μαύρα, τη δική τους φωνή θα ακούς και όχι την αγχωμένη τη δικιά σου. Έλα όμως που δεν την κρατάς την υπόσχεση όταν έρχεται η επόμενη φορά…
Νιώθω ένα τίποτα, αυτό νιώθω. Έπρεπε όμως να φύγω. Σηκώθηκα και του ’σφιξα το χέρι. Κρατώντας το, κοιτάζω ξανά και ξανά το γερασμένο, ήρεμο πρόσωπο και προσπαθώ να διαβάσω τις ρυτίδες του. Αυλάκια ζωής και γνώσης. Ξέρουν καλά τούτοι οι άνθρωποι να κάνουν το λίγο πολύ και να παίρνουν δύναμη απ’ το τίποτα. Αυτή η λάμψη στα μάτια τους, ο λόγος, η ανθρωπιά, οι συμβουλές που σου δίνουν, χέρι-χέρι με την σοφία και την γνώση, σε προκαλούν ν' αγγίξεις τις ρυτίδες τους κι όχι το χέρι, κάτι να μείνει στα ακροδάχτυλά σου.  
Φεύγοντας, γύρισα να τον ξανακοιτάζω, μπας και ατσαλωθώ… Ευλογημένοι λέω τέτοιοι άνθρωποι που δεν επέτρεψαν στο χρόνο να χαράξει ρυτίδες στην ψυχή τους. Ναι, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Ευτυχώς!   

19 Νοε 2017

Πέρασαν 11 Χρόνια κιόλας…

Σα να ’ταν χτες... 


Ήταν 19 Νοέμβρη του 2006. Σα να ’ταν χτες. Ωστόσο, πέρασαν 11 χρόνια κιόλας… Ελευθερώθηκε η επικαρπία έκανα την κατάληψη χώρου που μου αναλογούσε στο διαδίκτυο και «θρονιάστηκα» στη γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας.
Ύστερα… Ύστερα άνοιξα πόρτα και τόλμησα το πρώτο δειλό βήμα προς τα έξω κι έκτοτε απλώθηκε στράτα ολάκερη μπροστά κι έγινε, δίχως να το καταλάβω, διαδρομή ρουτίνας.
Άρχισα, που λέτε, με αχνές πινελιές να χαράζω και να χρωματίζω εικόνες, λέξεις, μνήμες, κάθε λογής αφηγήσεις και σκέψεις σε πολύ προσωπικό (κατά τη γνώμη μου) τρόπο και ύφος. Είχε ανάγκες, βλέπετε, η ψυχή να καθρεφτίζεται. Κι εγώ, πως θα μπορούσα αλλιώς, της έκανα τη χάρη. Βοηθούσε, βέβαια τότε, και η εποχή που είχε τα δικά της χαρακτηριστικά, τη δική της συμπεριφορά, το δικό της ρομαντισμό όπου, εύκολα ο καθένας μας,  αφουγκραζόταν «την ανάσα μιας λέξης και το λυγμό μιας συλλαβής» που λέει κι ο ποιητής. Έφτανε ν’ απλώσεις το χέρι κι ένα σωρό γνωστοί-άγνωστοι έρχονταν κοντά σου. Ήταν δε, τόσο μεγάλη η ανάγκη και η παρηγοριά της αγκαλιάς που τη μοιραζόμασταν απλόχερα. Απίθανα χρόνια τότε. Και… πολλά υποσχόμενα.
Εδώ μέσα χώρεσαν οι μικρές ή οι μεγάλες ιστορίες, οι αλήθειες, οι έσω φωνές, ξεσπάσματα, στοχασμοί και σκέψεις. Εδώ ενώθηκαν ψυχές και κορμιά με άλλα κομματιασμένα κι άρχισαν τα πάρε-δώσε: οι αγκαλιές, οι χαρές, τα χαϊδέματα, τα παινέματα, οι φιλίες αλλά… και οι έχθρες. Δεν θα μπορούσαν να λείψουν κι αυτές. Παράξενοι που είμαστε οι άνθρωποι…
Πέρασαν 11 χρόνια κιόλας! Μια δρασκελιά το χθες από το σήμερα. Τι να πρωτολογαριάσεις… Στο αχνόφεγγο πλαίσιο διακρίνεις πλέον μια χαμένη αίσθηση από παρελθόν. Απόσταξη μνήμης, νοσταλγίας, ξεδίπλωμα σκέψεων, φευγαλέες εικόνες κι απόμακροι ήχοι σαν ψίθυροι μιας τσακισμένης ευαισθησίας. Πέρασαν 11 χρόνια… Ποιος το περίμενε… Κουράγιο, λοιπόν, ευχή κι ελπίδα να έρθουν κι άλλα τόσα.
Τέλος, έχω την υποχρέωση και οφείλω να εκφράσω την αμέριστη εκτίμηση, την απέραντη αγάπη, την ειλικρινή ευγνωμοσύνη και σεβασμό –αντίδωρο ταπεινό και εγκάρδιο– σε όλες τις φίλες κι όλους τους φίλους –τους τότε και τους τώρα– για την παρέα, τις όμορφες στιγμές κι όσα κοινά μας έδεσαν.

Κι ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ όσο δε πάει!

6 Νοε 2017

Πρώτος ρόλος για μια ημιτελή παράσταση μέσα στη νύχτα



Πήγα να χαμηλώσω τη μουσική. Δυνάμωνε η ένταση, όσο δυνάμωνε στο κρεσέντο το σαξόφωνο του Johnny Ferreira στο Ain't No Sunshine. Ήταν κι αργά. Ετοιμαζόμουν να τραβήξω τις κουρτίνες όταν είδα ξαφνικά να ξεπροβάλλει πίσω από το σκοτεινό βουνό μια λεπτή φέτα από φως που μεγάλωνε και στρογγύλευε όσο έμενα να κοιτάζω προς τα κει… Τώρα τι γίνεται; Κλείνεις το παράθυρο ενώ έξω έχει φεγγάρι; Δεν το κλείνεις. Γιατί… γιατί απλά ο φωτεινός αυτός δίσκος έχει τη δύναμη να σε ξελογιάζει, να σε κυριεύει και να μετατρέπεται συνάμα σε κάτι πολύ οικείο. Πιο οικείο απ’ ό,τι το φαντάζεσαι. Και… πιο φιλικό απ’ ό,τι το υπολογίζεις.
Ακόμη κι αν λίγα σύννεφα, στο διάβα τους, πεισματικά θαρρείς, πήγαιναν να το κρύψουν, ενόσω ο σκοτεινός ουράνιος θόλος μεταλλασσόταν κι άλλαζε χρώματα απ’ το γκρίζο στο μολυβί, εκείνο συνέχιζε να πρωταγωνιστεί και να υποδύεται τον πρώτο ρόλο σε μια ημιτελή παράσταση, μέσα στη νύχτα. Τώρα τι γίνεται; Αναρωτιέσαι και πάλι. Κλείνεις το παράθυρο ενώ έξω έχει φεγγάρι; Δεν το κλείνεις. Θέλεις να ξεδιαλύνεις όσα χορεύουν στο μυαλό σου, πασχίζοντας να πιαστείς από κάτι για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις το ανεξήγητο.
Το σαξόφωνο ακούγεται τώρα όλο και πιο χαμηλά. Είναι κι αργά. Το σκηνικό μιας ημιτελούς παράστασης, όπως και το «Ain't No Sunshine», τελειώνουν. Τώρα τι γίνεται; Αναρωτιέσαι… Απλά υποκλίνεσαι και γίνεσαι μέρος τους.

30 Οκτ 2017

Μόνο να τη σκιαγραφήσω θέλησα…

Για μια Elsa,
μιας ηλικίας πλέον και λοιπών προσωπικών δεδομένων υπό… προστασία


Η δύναμη της ομορφιάς της παραμένει ακόμη τεράστια. Ωστόσο, δεν την ενοχλεί που ποτέ κανείς δεν είχε παρατηρήσει την κρυμμένη πλευρά της ύπαρξής της… Την κρυμμένη ομορφιά της.
Χωρίς το παραμικρό πρόσχημα, εκφράζει την ακαταμάχητη επιθυμία της να μην προβάλλεται. Να μένει μόνη εκεί που είναι. Χωρίς τους ανθρώπους της. Χωρίς αντικείμενο. Χωρίς αποζημίωση. Να μετράει «όσα δε λέει όταν μιλά, το χρόνο που θυμάται όσα ξεχνά, τα «αχ» που… στην καρδιά της ταξιδεύουν».
Εσωστρεφής και περίκλειστη, πίσω από κλειστές πόρτες και τραβηγμένες κουρτίνες, σ’ ένα σπίτι που άδειαζε χρόνο με το χρόνο επιλέγει τον καλύτερο τρόπο που κινείται και τον ευγενέστερο που μιλάει, αλλά και τις κατάλληλες λέξεις που διαλέγει για να μεταφέρει τις ευαισθησίες και τα μυστήρια της μοναξιάς της. Κρατάει κάτι από μια χαμένη εποχή αρχοντιάς. Όχι πλούτου. Αρχοντιάς! Το διακρίνεις, άλλωστε, σ’ αυτή τη λεπτή λύπη που κρέμεται από τα μάτια της. Έστω για δευτερόλεπτα… Στην οποία, όμως, λύπη δεν παγιδεύτηκε ποτέ. Διατήρησε την αξιοπρέπειά της σε κάθε αντιξοότητα της ζωής… Κι ήταν πολλές. Κι όταν τα δεδομένα κλονίζονταν και οι ισορροπίες χάνονταν αναζητούσε το δικό της φάρμακο που ήταν η… απομόνωση.
Μολονότι τώρα προσπαθεί να ξεμπλέξει συναισθήματα, απώλειες, σκέψεις και νοήματα· δεν της βγαίνει. Ωστόσο δεν ασφυκτιά, χώνεται ανάμεσα στα ανάκατα «αχ» της μόνο και μόνο για να τα ξανακάνει μονάδες.

Εν τέλει, συνειδητοποιώ, ακόμα μια φορά, έμπρακτα κι ευδόκιμα πως η πρόφαση είναι μια μακριά αναμονή προσμένοντας το τίποτα. Αυτό το τίποτα που είναι το παν. Κι αυτή η αναμονή (ή η πρόφαση) εκτυλίσσεται μέσα της με χαράγματα ευγενικής μελαγχολίας και βουβής (τις περισσότερες φορές) τρυφερότητας κι αλίμονο, έτσι χάθηκε το πιο ευωδιαστό κομμάτι της ζωής της.
Κι εγώ, ενώ το υποσχέθηκα στον εαυτό μου και… φυσικά σ’ εκείνη να μην αναφέρω τίποτα, ή να γράψω κάτι για ’κείνη –δεν υπάρχει λόγος, μου μήνυσε– για κάποιο λόγο τώρα, κόπτομαι να γράψω. Και γράφω. 

Μόνο να τη σκιαγραφήσω θέλησα… Ανήμπορα να την περιγράψουν τα λόγια.

4 Οκτ 2017

Σ’ αυτά θα εστιάσω

Το φθινόπωρο, με συννεφιές και ολίγη βροχή, ήρθε κανονικά στο ραντεβού του. Καιρός κι εμείς ν’ αρχίσουμε –κι ας το αναβάλουμε ο καθένας για τους δικούς του λόγους– να διπλώνουμε σιγά σιγά το καλοκαίρι μέσα στα τεφτέρια της μνήμης και στα άλμπουμ ή στα αρχεία του υπολογιστή μας.
Ευανάγνωστα και αδρά τα χρώματα, βρήκαν έτοιμο, καθάριο κι άδειο ορίζοντα, έπιασαν στασίδι προσθέτοντας τις δικές τους πινελιές. Εκεί βολεύτηκαν τα εύθραυστα ενδεχόμενα των αισθημάτων και των αισθήσεων του φθινοπώρου.
Μέρες γενναιόδωρα φθινοπωρινές, αλλάζουν χρώματα και διαθέσεις. Μικραίνουν. Υποχωρούν δειλά ώσπου να γίνουν μια σταλιά αφήνοντας χώρο στη νύχτα ν’ απλωθεί.
Η φύση, ωστόσο, δε σταματά να παίζει. Δεν έχει αναβολές ή ενδοιασμούς για ν’ αναλάβει δράση. Στο κάλεσμα ν’ αλλάξει το σκηνικό της δε χωράνε δισταγμοί. Τα δέντρα περιμένουν ν’ ανοίξουν λογαριασμούς, να πάρουν εκδίκηση και να λουστούν με τα χρώματα της εποχής. Κομματάκια παζλ πυροδοτούν ματιές και αισθήσεις… Σ’ αυτά αποτυπώνεται η αλήθεια τους. Σ’ αυτά θα εστιάσω. Αυτά η καταφυγή μου. Αυτά ο μικρός μου κόσμος κι ο μεγάλος μου.

26 Σεπ 2017

Διαβάζοντας Κανελλάκη μετράω σκέψεις και… νοσταλγώ στιγμές

Ένα βιβλίο σαν γλυκό κουταλιού…


Σε τούτη την αβέβαιη και μελαγχολική εποχή που όλα αμφισβητούνται και δοκιμάζονται, οι αξίες κλονίζονται και οι αρχές μεταβάλλονται, κάποιοι άνθρωποι με τεταμένες τις κεραίες μιας έντονης όσφρησης, αφουγκράζονται, αποκρυπτογραφούν και καταγράφουν μ΄ έναν ιδιαίτερα άψογο λογοτεχνικό τρόπο γεγονότα της καθεμέρας μας μετατρέποντάς τα σε ιστορίες.


          Μόλις διάβασα –και ξαναδιάβασα– το βιβλίο Ιστορίες της διπλανής κρίσης της αγαπητής Μαρίας Κανελλάκη και παρότι, ομολογώ, με κατέχουν επιφυλάξεις όσον αφορά την πρόθεσή μου, όχι να το αξιολογήσω κριτικά –πως θα μπορούσα άλλωστε– αλλά τολμώ να το κάνω μόνο για να εκφράσω το πόσο με εντυπωσίασε.
Είναι ένα βιβλίο σαν γλυκό του κουταλιού που το απολαμβάνεις σιγά-σιγά. Με περίτεχνα κείμενα, ανθρώπινα και συγκινητικά που σημαδεύουν την καρδιά και την πετυχαίνουν γι’ αυτό ακριβώς: γιατί είναι άμεσα και αληθινά! Κείμενα αισθητικής άσκησης με περιεχόμενο ζωντανό και ανθρώπινο κατάμεστο από λογής συναρπαστικές ιστορίες, στοχασμούς, φράσεις και λέξεις που συναρπάζουν, γοητεύουν και σε κρατάνε με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, βάζοντάς σου μύριους συλλογισμούς.
Έτσι, αυτά τα «Μικρά αντιασφυξιογόνα αφηγήματα της “μνημονιακής” Ελλάδας», δοσμένα με γλαφυρό και μεστό λόγο, με καθαρότητα και διαύγεια, γίνονται ο αδιάψευστος καθρέφτης που αντανακλά το πληθωρικό συγγραφικό τάλαντο και τη φραστική δύναμη της πνευματικής προσωπικότητας της κυρίας Κανελλάκη.
Τα θέματα που καταπιάνεται και τεχνουργεί με την επιδέξια γραφή της είναι σύγχρονα και καυτά, έχουν το γνώρισμα και την ατμόσφαιρα της γνωστής καθημερινότητας απ‘ όπου ανασύρονται «προσωπικοί ήρωες και αντι-ήρωες», μνήμες και βιώματα απ’ τον αστείρευτο συναισθηματικό της κόσμο, όπως αυτόν που πολλοί φέρνουμε μέσα μας.
Τέλος, δεν θα διστάσω να πω, με κάθε ειλικρίνεια, πως η γραφή της μου θυμίζει Δημουλά στα πεζά της και Αλκυόνη Παπαδάκη στα καλύτερά της.

17 Σεπ 2017

Άσπρα χαλίκια ρίχνε στο δρόμο μη χαθείς…

Εγκάρδιο «αντίδωρο» για εκείνο το τρύπιο «τότε» που… στάζει ακόμη

Δεν έχω καμιά διάθεση να ξεχάσω· να πετάξω στα σκουπίδια εκείνη την εποχή που, όπως κι εκείνη, είχε χαρακτηριστικά και συμπεριφορές ολότελα δικά της. Απείθαρχη, ανέμελη, ανήσυχη, περιπετειώδης, ευαίσθητη, γενναιόδωρη. Όπως κι εκείνη. Αρνούμαι! Ναι.
Αν το κάνω τι θ’ απομείνει; Φτάνει που υπάρχουν, έστω κι αυτά, τα σκονισμένα ξέφτια στα ράφια ενός γκρεμισμένου «τότε». Αμήχανα κι ένοχα εν μέρει κρύβονται κι όμως… υπάρχουν. Αιώνια διαθέσιμα στα καλέσματα. Κοιτάζω γύρω μου. Ψάχνω ένα χέρι, ένα βλέμμα, ένα θρόισμα, μια ανάσα. Κανείς! Αφουγκράζομαι. Σιωπή… Ο χρόνος δεν μπόρεσε να αφανίσει ως σήμερα τα ίχνη-πειστήρια που μαρτυρούν την παρουσία στην απουσία της. Ανάμεσα μνήμης και λήθης μια παράξενη απροσάρμοστη ερημιά… 
Κάθε που για όποιο λόγο, για όποιο στίχο, για όποιο τραγούδι γίνεται αναφορά, σκάει κεφάλι η μελαγχολία κι απεγνωσμένα ψάχνει στασίδι να μείνει στη φόδρα των ξέμπαρκων αναμνήσεων.

«Σαν ήσουνα κοντά μου δεν είχα τι να πω
τώρα που ζεις μακριά μου νιώθω να σου μιλώ.
Η μοναξιά με βλέπει και μου χαμογελά
πώς γίνεται η αγάπη κι αργεί κάθε φορά;»

Υπογραμμισμένοι στίχοι από τραγούδια που αρνούνται να ξεθωριάσουν. Δεν μιλάνε αλλού· μόνο σε μένα. Η μουσική συνηγορεί. Αγωνιά η καρδιά. Παραμερίζουν τα άλλα. Αναστέλλουν προσωρινά τη φθορά στη μνήμη κι αμέσως όλο αυτό το ξόδεμα γίνεται παρελθόν κι εγώ η σκιά του…

«Για ό,τι έχει γίνει πες μου αν φταίω εγώ
στις λίμνες των ματιών σου να πέσω να πνιγώ.
Αν κάποτε θελήσεις πίσω να ξαναρθείς
άσπρα χαλίκια ρίχνε στο δρόμο μη χαθείς».

Ευτυχώς που, ύστερα από τόσα, ευωδιάζει ακόμη παρελθόν. Δεν έχει σβήσει το άρωμα. Δεν έχει στεγνώσει η ψυχή. Οι ψευδαισθήσεις χάνονται όταν σταματάμε να ονειρευόμαστε. Έλα, λοιπόν, να ρίξουμε «άσπρα χαλίκια» στους διαδρόμους του μυαλού μας, ίσως –ποιος ξέρει…– προλάβουμε ν’ ανταμώσουμε στην άκρη του παρόντος...



10 Σεπ 2017

Η σκέψη –και οι φωτογραφίες– ενώνουν ό,τι χωρίζει η απόσταση…

Κι αφού επέστρεψες επιμένεις να μένεις ακόμη εκεί. Μπαινοβγαίνεις στο αχανές της ψυχής και της σκέψης σου θέλοντας να τα φέρεις όλα πίσω. Κι ευθύς ξεχύνονται μπροστά σου... Όλα! Ίδια κι απαράλλαχτα. Αφουγκράζεσαι όχι μόνο ήχους θαλασσινούς, πανσέληνους και ηλιοβασιλέματα, αλλά κι ανθρώπινα αγγίγματα και καρδιοχτύπια. Οι αγαπημένοι δεν σου έλειψαν ποτέ. 
           Αναμοχλεύεις δυνατές αναμνήσεις και ανασύρεις ανέμελες ευτυχισμένες στιγμές. Σ’ αρέσει η γεύση που σου αφήνουν όλα αυτά. Σε ξελογιάζουν! Ωστόσο το βλέμμα μένει στην απορία της τάδε φωτογραφίας που νοιάστηκες, όταν εστίαζες, να περισώσεις τον αιφνιδιασμό του μη αναμενόμενου. Το «εμβόλιμο» πρόσκαιρο που θα συμπλήρωνε την ιστορία στην «αιωνιότητα της στιγμής».

Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι να ζεις και μετά να καταγράφεις –έστω και μια φορά στο τόσο– στιγμές που θα ’χεις να θυμάσαι. Αρκεί μια εικόνα και διάθεση νοσταλγική και το μυαλό ν’ απλώνεται πιο πέρα… 
Η σκέψη, βλέπεις, ενώνει ό,τι χωρίζει η απόσταση. Και οι φωτογραφίες το ίδιο.

25 Ιουλ 2017

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού


Όλα τα παραμέρισα… Ξανοίγομαι, πολλές φορές, περιπλανιέμαι αλλού και… ξελογιάζομαι με άλλα. Είναι στη φύση μου. Φίλοι μου και γνωστοί δικαίως ισχυρίζονται ότι το πάθος μου το έχασα και κάπου αλητεύει.
Ο χρόνος κυλάει, η ζωή περνάει κι εγώ με στίχους πορεύομαι, λογαριάζω και ξεπληρώνω τα χρωστούμενα. «Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω»... όσο αδρανώ τον φέρνω στο μυαλό μου τούτον, τον επαναλαμβάνω και τον ψιθυρίζω σχεδόν κάθε μέρα. Κι έναν άλλο που τώρα τελευταία με «γρατζουνάει», τον κουβαλώ και ακουμπώ πάνω του είναι: «ξεχείλισα απ’ όσα έχω μοιραστεί κι ένιωσα λειψός μ' όσα έχω κρατήσει». Τον δανείζομαι ποιητική αδεία– για το εβίβα της στιγμής και της περίστασης.
Πολλά μαζεύτηκαν. Πού να χωρέσουν και πού να τα στριμώξω. Υποχρεωτικά μένουν μέσα μου, ανίκανα να εκφραστούν. Δεν μιλάνε φαίνεται αλλού, μόνο σε μένα. Είναι ανόθευτα, διάφανα, τόσο ευάλωτα, τόσο ανάλαφρα και… συνάμα τόσο μικρά κι ακίνδυνα –συναισθήματα τα λένε– που κυβερνάν το μέσα μου, παλεύουν και στριμώχνονται στις χαραμάδες και στις ρωγμές. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές…
Έχει δείξει στο χρόνο, πως οι επιλογές μου δεν με υπερασπίζονται, ωστόσο είναι οι αλήθειες μου. Ύστερες σκέψεις που αναιρούν προηγούμενες. Επιχείρημα τούτο, που, πολλές φορές, χρησιμοποιώ ως άλλοθι ή ως πρόφαση εν αμαρτίαις… Όχι μόνο φάσκω και αντιφάσκω, αλλά τελώ και υπό καθεστώς σύγχυσης όσο με κυριεύει η δημιουργική αγωνία.

Και κάτι ακόμη, μην το ξεχάσω και σας αφήσω έτσι.
Μικρή παρένθεση ανοίγω για διακοπές στον τόπο μου.
Στην πηγή και την αφετηρία μου, για να βρω την ψυχή μου.
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού εύχομαι κι ελπίζω να τα ξαναπούμε τον Σεπτέμβρη!

9 Ιουλ 2017

Το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό;

Όταν μπορείς, τέτοιες ώρες, να τιθασεύσεις το μυαλό ώστε να πάει τις σκέψεις λίγο παρακάτω, μην τις μετράς… Κράτα τες. Βλέπεις, όσα οι άλλοι έχουν επείγουσα ανάγκη να λησμονήσουν, εγώ έχω επείγουσα ανάγκη να θυμηθώ. Είναι γιατί –αναβιώνοντας το ημιτελές παρελθόν αυτά που με νοιάζουν είναι κάτι υπόλοιπα: τα λειψά και τα παζαρεμένα της ζωής που θα μιλάνε, θα γελάνε, θα χάνονται, και θα μελαγχολούν αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της αμφιβολίας…

Επίμονα συναισθήματα και έμμονες σκέψεις θα κάνουν απόψε νυχτέρι παρέα με μια πελώρια πανσέληνο ψηλά, σαν… φωτισμένη ελπίδα. Και στο μυαλό να πιπιλίζει –τελείως άσχετο τώρα– εκείνο το αμίμητο, το… «σου το έλεγα…» της μάνας μας, που θα παραμένει αενάως αλάθητο! 

Αλήθεια, το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό;

27 Ιουν 2017

Είχε λόγο το αφιλότιμο…

Πώς γίνεται να σταματήσεις το μυαλό να ονειρεύεται, όταν αυτό επιμένει; Κι όμως έχει λόγο το αφιλότιμο. Κι ας είχα ορθάνοιχτα τα μάτια και τις αισθήσεις στον αέρα... «Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά γιατί του φόβου τα πλεχτά τα δείχνουν όλα στη ζωή μας γκρίζα». Με στριφογύριζε ο στίχος… Και η «ασήμαντη παρουσία μου», χαλαρά στην πολυθρόνα του μπαλκονιού, αναζητάει απεγνωσμένα λίγη δροσιά. Το παράκανε η ζέστη. Χτύπησε κόκκινο! Μάλιστα στα δελτία καιρού της έδωσαν και ονοματεπώνυμο: «αφρικανικός καύσωνας»!

Ανάμεσα στην απλωσιά των σκέψεών μου, σαν λεπτή μεταξωτή κλωστή, ακάλεστη εισβάλει και… με καθηλώνει μια νοσταλγία. Μια νοσταλγία για θάλασσα γυρεύει εξόφληση. Δεν ταιριάζει με την ώρα που δείχνει το ρολόι. Κοντεύει μεσάνυχτα. Αποκλείεται! Τέτοια ώρα; Αδύνατο! Ακόμη κι ένας περίπατος φαντάζει το ίδιο αδύνατος κι ας μοσχοβολούν διστακτικά τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα της γειτονιάς. Κυριολεκτικά «ξεφλουδίζουν» τη νύχτα. Βλέπετε, κάποια καλέσματα δε γνωρίζουν από χρόνο... Κι εγώ, «πού να βρω την ψυχή μου;»...
Τώρα ναι, δεν έχω άλλη επιλογή: κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι. Κι ας γίνει τ’ όνειρο ταξίδι και ευχή. «Κλείνω τα μάτια και η θάλασσα είναι άδεια, τα καλοκαίρια μόνο ήξερα να ζω. Τόσα φιλιά, τόσα νησιά, τόσα καράβια, πού είναι τώρα που τα θέλω να πιαστώ».

Έτσι κι αλλιώς δεν ξεμπερδεύεις εύκολα με τα όνειρα. Σβήνουν πριν ξημερώσει. Το έλεγα και στην αρχή: είχε λόγο το αφιλότιμο…

 

18 Ιουν 2017

Μικρές σκέψεις και μεγάλες αλήθειες (post absence)



«Συνήθως, ό,τι εξαφανίζεται δεν χάνεται. Αναστέλλει απλώς την παρουσία του»…

Παλιννοστώ λοιπόν όπως όφειλα εν πλήρη εναρμόνιση, να διαβώ σε τούτα τα μέρη τα γνωστά που 'χω να τα δω πάνω από μήνα. Επιστρέφω να δω τι άφησα στη μέση. Είναι θα έλεγα –και μάλλον είναι– η απαρχή μιας νέας πορείας χωρίς –εύχομαι και ελπίζω– ημερομηνία λήξεως… Κι ας επιμένει το γνωμικό πως «ό,τι ξεθωριάζει θα σβήσει, ό,τι πονάει θα κλείσει και ό,τι αξίζει θα (πρέπει) να ζήσει».
Όλο αυτό τον καιρό με τη μανία που με κυριεύει να αναζητώ μπαινόβγαινα στο αχανές ορυχείο της ανάγνωσης όπου –ξεφυλλίζοντας, παραφράζοντας και αντιστρέφοντας νοήματα– πλούταινα ολοένα τις σημειώσεις μου με πολλά και διάφορα, σ’ ένα καλοκαίρι που πάει ν’ αρχίσει κι όλο το… αναβάλει.
Όχι, δεν αρνούμαι ότι: το να βρίσκομαι και να τραβολογιέμαι εδώ μέσα πάντα γεννούσε, γεννά και θα γεννά σε μεγάλες δόσεις δυνατά συναισθήματα τα οποία δεν μπορώ μήτε να κρύψω, μήτε να διαχειριστώ. Όσο κι αν το συγκεκριμένο επιχείρημα, πολλές φορές, το χρησιμοποιώ ως άλλοθι ή ως πρόφαση εν αμαρτίαις, ηχεί τετριμμένο, εντούτοις επιμένω και... καθόλου δεν υπερβάλλω, πόσο μάλλον από τη στιγμή που το κάνω εν γνώσει μου.

Θα χρειαστεί να ανοίξω μια μικρή παρένθεση για τέλος και να αναφέρω ότι αισθάνομαι βαθύτατα ευγνώμων σε όλους όσους επικοινώνησαν μαζί μου εκφράζοντας την έγνοια τους για ό,τι συνέβη στο νησί μου με τον φονικό σεισμό.

16 Μαΐ 2017

Στο κερνάω, σπατάλησέ το!


Μ’ ένα χαμόγελο έλεγες…, το θυμάσαι; Μ’ ένα χαμόγελο θα πρέπει να ανταμείβουμε τον καλό το λόγο. Τον είπα! Κι εσύ το ’μαθες… Κι ας μην το ήθελα…


Και να που τώρα το φαντάζομαι να σχηματίζεται και να φωτίζει το πρόσωπό σου. Το φαντάζομαι, σαν να το κοιτάζω. Το χαμόγελο δεν πουλιέται, δεν δανείζεται, δεν κλέβεται… μόνο χαρίζεται. Στο κερνάω, λοιπόν, σπατάλησέ το! Χαμογελώ κι εγώ μαζί σου! Για δες εδώ, απέναντί σου είμαι. Φάτσα στην οθόνη σου…
Μακάρι να μπορούσα να ’βρισκα πάντα λόγους για να σε κάνω να χαμογελάς. Μακάρι η κάθε μέρα, η κάθε ώρα, το κάθε λεπτό να σε φέρνουν αντιμέτωπη με αιτίες και αφορμές που να σε κάνουν να γελάς.
Γι’ αυτό σε συμβουλεύω. Ποιος εγώ που… ας μην το ξεστομίσω…
Ξεπροβόδισε, λοιπόν, τα προβλήματα κι αν χρειαστεί «μάλωσε» τη ζωή. Γέλασε όσο πιο δυνατά μπορείς. Γέλασε, όχι μ’ εκείνο το γέλιο το ένοχο, το φοβισμένο, αλλά το άλλο, το ξεκαρδιστικό. Δεν χρειάζεται να πιέζεις τη χαρά, άφησέ την να απλωθεί. Να σε βλέπουν οι άλλοι και ν’ απορούν… Ναι μωρέ, χαμογέλασε κι όταν χορτάσεις ξαναφόρεσε το σοβαρό σου. Τόσο απλά.

Υ.Γ. Για κάποιες μέρες θα λείψω. Υπάρχει θέμα… Θα μείνω μακριά από τα   
       διαδίκτυα. Οπότε κλείνω τα σχόλια αφού δεν θα μπορώ, για όσο απουσιάζω,     
       να απαντώ σ’ αυτά.
       Μέχρι τότε να είστε καλά!