Κάθε φορά που πιάνω τον
εαυτό μου πεισματικά κλειστό να κάνει πίσω, ψάχνω απαντήσεις στις αγαπημένες
μου υποσελίδιες σημειώσεις και σ' εκείνες των περιθωρίων. Προσφεύγω στα όμορφα
και τα σοφά του κόσμου. Έτσι προσπαθώ να προσπερνάω τα δύσκολα, που δυστυχώς
είναι αμέτρητα. Αφήνω χώρο ελεύθερο
«Να χωρέσω το αχώρητο εφήμερο στο ευρύχωρο
κενό μου».
Από
εκείνη τη μέρα που αποφάσισα να δω τα πράγματα αλλιώς, άρχισα να σωπαίνω αφήνοντας τα λόγια δίχως φωνή και
δίχως πνοή να συμπορεύονται σε παράξενες
διαδρομές. Κάνω
καθημερινές πτήσεις στο αλλού με σμήνη από σκέψεις να μεταναστεύουν και να
σκορπίζουν δίχως
σχόλια, απολογίες ή υποσχέσεις…
Όταν σώνονται οι
κουβέντες, μιλούν οι αισθήσεις.
Τόσο εξοικειωμένος πια –ένα delete... δε θα
το νιώσω, πιστέψτε με– μένω και επιμένω –με τον αποκωδικοποιητή της ακίνητης
σιωπής μου στο ΟΝ– να μαζεύω –με συμπτώματα
στερητικού συνδρόμου– και να διορθώνω όλα τα μικρά και ακατάστατα
κομμάτια της «ασήμαντης
παρουσίας» μου.
Εν
τω μεταξύ, όσο αυτό διαρκεί, κεντρίζω
τη μνήμη να θυμηθεί
εκείνη τη συναισθηματική μελαγχολική κι
απόμακρη μελωδία. Μια μπαλάντα, ξεχασμένη
από καιρό, που κάνει τις νότες διαφορετικά να ηχούν και τους στίχους άλλα να
σημαίνουν.
«Το
μόνο που θυμάμαι πια, είναι τα
μακριά σου δάχτυλα...
Ίσως να ήτανε οι σκιές που χόρευαν στους τοίχους,
Ίσως να ήτανε οι σκιές που χόρευαν στους τοίχους,
κι οι
θόρυβοι του δρόμου οι μακρινοί»...