Οι
λογισμοί μιας ψυχής ανυπεράσπιστης θαρρείς κι αντηχούν πιο πολύ στη
σιωπή, και πώς να τους αντέξεις; Τα πράγματα ζορίζουν... Πόση υπομονή να
’χεις… Στα αδιέξοδά μου, ξεπετάγονται ίχνη
από κομμένες ανάσες και επιμένουν να πιάσουν κουβέντα μαζί μου. Με προκαλούν,
με ξελογιάζουν και συνοδεύουν τη μοναξιά μου. Μπλέκονται
με το συναίσθημα και ψάχνουν μια χαραμάδα για λίγο φως. Κι εγώ, άλλο που δεν
θέλω, αυτή τη χαραμάδα την κάνω πόρτα ορθάνοιχτη, ξεκλείδωτη… Για τον καθέναν.
Μεσάνυχτα Σαββάτου. Είναι
από κείνες τις βραδιές, που σφυγμό δεν έχουν. Ακουμπισμένος σε μια γωνιά,
προσπαθώ να συμμαζεύω τις σκέψεις μου, να τις αραδιάσω, να τις ξεδιαλύνω και να
τις ταιριάξω με τις νότες μιας γλυκιάς μουσικής *
που ξεχάστηκε. Όσο το δοξάρι χαϊδεύει απαλά τις χορδές του βιολιού η γλυκιά
μελωδία που ξεχύνεται με παρασέρνει στο ρυθμό της. Πολύτιμες στιγμές, ανάκατες
ταξιδεύουν εκτεθειμένες στη φθορά του χρόνου και στο εφήμερο… Πώς γίνεται μια
ολόκληρη ζωή να χωρά στους λογισμούς μιας νύχτας; Μια αλλόκοτη επιθυμία με
πιάνει να γράψω. Μα τέτοια ώρα; Κι όμως…
Γράφω
και νοιώθω να πνίγομαι. Ο κόμπος στο λακκάκι του λαιμού δε λέει να φύγει με
τίποτα. Έχω ανάγκη από αέρα. Νοιάζομαι για την ώρα. Κι αυτή σταμάτησε το ξημέρωμα.
Οι λεπτοδείκτες έκαναν πίσω. Μια ώρα πίσω… Ψευδαίσθηση… Μεγαλώνει η νύχτα. Δε
βαριέσαι, όπου να ’ναι χειμωνιάζει… Ο χειμώνας
είναι εδώ…
Μηθυμναίος
* … νότες μιας γλυκιάς μουσικής που ξεχάστηκε
* Όσο
το δοξάρι χαϊδεύει απαλά τις χορδές του βιολιού…